«Ο άνθρωπος αυτός μπορεί να διαβιβάζει», είπε κοφτά η Σούροθ. Η γυναίκα στο πάτωμα βόγκηξε, αν και είχε ακούσει τα ίδια λόγια νωρίτερα από τη Σούροθ. Ξαναλέγοντάς τα, η Σούροθ ένιωσε το στομάχι της να σφίγγεται, αλλά δεν επέτρεψε να φανεί τίποτα στο πρόσωπό της. Ελάχιστα απ' όσα είχαν συμβεί στο Φάλμε ήταν έργο γυναικών που διαβίβαζαν· ήταν κάτι που οι νταμέην το ένιωθαν και οι σουλ'ντάμ που φορούσαν το βραχιόλι πάντα ήξεραν τι νιώθουν οι νταμέην τους. Αυτό σήμαινε ότι πρέπει να ήταν έργο εκείνου του άντρα. Κι επίσης σήμαινε ότι ήταν εξαιρετικά ισχυρός. Τόσο ισχυρός, που η Σούροθ είχε πιάσει μια-δυο φορές τον εαυτό της να αναρωτιέται, με μια ταραχή που ολοένα δυνάμωνε, μήπως αυτός ήταν στ' αλήθεια ο Αναγεννημένος Δράκοντας. Αυτό αποκλείεται να συμβαίνει, σκέφτηκε σταθερά. Εν πάση περιπτώσει, αυτό δεν άλλαζε τίποτα στα σχέδιά της. «Αδύνατο να πιστέψει κανείς ότι ακόμα και ο Λευκός Πύργος θα επέτρεπε σε έναν τέτοιο άντρα να κυκλοφορεί ελεύθερος. Πώς τον ελέγχουν;»
Η νταμέην έμεινε εκεί σιωπηλή, με το πρόσωπο στο πάτωμα, τους ώμους να τρέμουν, σιγοκλαίγοντας.
«Απάντησε στην Υψηλή Αρχόντισσα!» είπε κοφτά η Τάισα. Η Τάισα δεν κουνήθηκε, αλλά η Πάρα άφησε μια πνιχτή κραυγή και το πρόσωπο της συσπάστηκε, σαν να την είχαν χτυπήσει στους γοφούς. Ένα χτύπημα που είχε δοθεί μέσω του α'ντάμ.
«Η Π-Πάρα δ-δεν ξέρει». Η νταμέην άπλωσε διστακτικά το χέρι, σαν να ήθελε να αγγίξει το πόδι της Σούροθ. «Σε παρακαλώ. Η Πάρα έμαθε να υπακούει. Η Πάρα λέει μόνο την αλήθεια. Σε παρακαλώ, μην τιμωρείς την Πάρα».
Η Σούροθ έκανε μια ήρεμη κίνηση προς τα πίσω, χωρίς να δείξει την ενόχλησή της. Αν ήταν δυνατό, μια νταμέην την είχε αναγκάσει να σαλέψει. Παραλίγο να την αγγίξει κάποια που μπορούσε να διαβιβάζει. Ένιωσε την ανάγκη να πλυθεί, σαν να την είχε πράγματι αγγίξει.
Η αυθάδεια της νταμέην έκανε τα μαύρα μάτια της Τάισα να φλογιστούν· τα μάγουλά της κοκκίνισαν από ντροπή, επειδή αυτό είχε συμβεί ενόσω φορούσε το βραχιόλι της γυναίκας. Φάνηκε να διχάζεται ανάμεσα στο αν θα έπεφτε πρηνής πλάι στην νταμέην για να ζητήσει συγχώρεση, ή αν θα τιμωρούσε τη γυναίκα εκεί μπροστά. Η Αλχουιν την κοίταζε περιφρονητικά με μια ξινή έκφραση στο στόμα και το πρόσωπό της έλεγε ότι τέτοια πράγματα δεν συνέβαιναν όταν αυτή φορούσε το βραχιόλι.
Η Σούροθ ύψωσε απειροελάχιστα το δάχτυλό της, μια χειρονομία την οποία κάθε σο'τζίν ήξερε από μικρός: μια απλή εντολή για να αποχωρήσουν.
Η Άλχουιν δίστασε πριν την ερμηνεύσει κι έπειτα προσπάθησε να καλύψει το σφάλμα της στρεφόμενη άγρια κατά της Τάισα. «Πάρε αυτό το... πλάσμα από τα μάτια της Υψηλής Αρχόντισσας Σούροθ. Κι όταν την τιμωρήσεις, πήγαινε στη Συρέλα και πες της ότι ελέγχεις τις νταμέην που σου ανατέθηκαν σαν να μην έχεις ξαναφορέσει βραχιόλι. Πες της να σε —»
Η Σούροθ έβγαλε τη φωνή της Άλχουιν από το μυαλό της. Δεν είχε διατάξει τίποτα από αυτά, παρά μόνο την αποχώρησή τους, αλλά οι καβγάδες μεταξύ των σουλ'ντάμ δεν άξιζαν την προσοχή της. Αυτό που ευχόταν ήταν να ήξερε αν η Πάρα είχε καταφέρει να κρύψει κάτι. Οι πράκτορές της ανέφεραν ότι οι γυναίκες του Λευκού Πύργου δεν μπορούσαν να πουν ψέματα. Δεν είχαν καταφέρει να κάνουν την Πάρα να πει έστω κι ένα απλό ψεματάκι, να πει ότι ένα άσπρο σάλι ήταν μαύρο, όμως αυτό δεν αρκούσε για να βγάλει συμπέρασμα. Ίσως κάποιοι να δέχονταν τα δάκρυα της νταμέην, τις διαμαρτυρίες της ότι ήταν ανίκανη γι' αυτό, ό,τι κι αν της έκαναν οι σουλ'ντάμ, αλλά όχι αυτοί που ανέβαιναν για να ηγηθούν του Γυρισμού. Μπορεί της Πάρα να της είχε απομείνει ένα απόθεμα θέλησης, μπορεί να ήταν αρκετά έξυπνη ώστε να προσπαθεί να χρησιμοποιήσει την πίστη ότι ήταν ανίκανη να πει ψέματα. Από τις γυναίκες που είχαν φορέσει το περιλαίμιο στη στεριά, καμία δεν ήταν εντελώς πειθήνια, αξιόπιστη, δεν ήταν σαν τις νταμέην που είχαν φέρει από το Σωντσάν. Καμία τους δεν αποδεχόταν στ' αλήθεια τη φύση τους, όπως έκαναν οι νταμέην των Σωντσάν. Ποιος άραγε ήξερε να πει τι μυστικά μπορεί να έκρυβε κάποια που αποκαλούσε τον εαυτό της Άες Σεντάι;
Η Σούροθ ευχήθηκε, κι όχι για πρώτη φορά, να είχε την άλλη Άες Σεντάι, που είχε αιχμαλωτιστεί στο Τόμαν Χεντ. Αν είχε δύο να ανακρίνει, θα είχε περισσότερες πιθανότητες να εντοπίσει ψέματα και υπεκφυγές. Ήταν μια μάταια ευχή. Η άλλη μπορεί να ήταν νεκρή, πνιγμένη στη θάλασσα ή έκθεμα στην Αυλή των Εννέα Φεγγαριών. Μερικά από τα πλοία που η Σούροθ δεν είχε καταφέρει να ξαναβρεί πρέπει να είχαν καταφέρει να διασχίσουν πάλι τον ωκεανό και ίσως κάποιο να μετέφερε τη γυναίκα.