Η ίδια είχε στείλει ένα πλοίο με μια προσεκτικά γραμμένη έκθεση, σχεδόν πριν από μισό χρόνο, αμέσως μόλις είχε πάρει τον απόλυτο έλεγχο των Προδρόμων· το καράβι είχε πλοίαρχο και πλήρωμα από οικογένειες που υπηρετούσαν τη δική της από τότε που ο Λουθαίρ Πέντραγκ είχε αυτοανακηρυχθεί Αυτοκράτορας, σχεδόν πριν από χίλια χρόνια. Ήταν ριψοκίνδυνη η αποστολή του πλοίου, επειδή η Αυτοκράτειρα μπορεί να έστελνε πίσω κάποιον που θα έπαιρνε τη θέση της Σούροθ. Θα ήταν χειρότερο, όμως, αν δεν το είχε στείλει· τότε θα την έσωζε μόνο μια συντριπτική και απόλυτη νίκη. Ίσως ούτε κι αυτό ακόμα. Έτσι, λοιπόν, η Αυτοκράτειρα γνώριζε για το Φάλμε, γνώριζε για την καταστροφή του Τούρακ και την πρόθεση της Σούροθ να συνεχίσει. Αλλά τι γνώμη είχε γι' αυτό και τι θα έκανε; Να μια ανησυχία ανώτερη από κάθε νταμέην, ό,τι κι αν ήταν πριν φορέσει το περιλαίμιο.
Αλλά όμως η Αυτοκράτειρα δεν ήξερε τα πάντα. Το χειρότερο νέο δεν μπορούσε να το εμπιστευτεί σε κανέναν αγγελιοφόρο, όσο έμπιστος κι αν ήταν. Θα περνούσε από τα χείλη της Σούροθ κατευθείαν στο αφτί της Αυτοκράτειρας και η Σούροθ είχε καταβάλει κάθε προσπάθεια γι' αυτό. Μόνο τέσσερις ζούσαν πια που ήξεραν το μυστικό και οι δύο απ' αυτούς δεν θα το έλεγαν ποτέ σε κανέναν, τουλάχιστον όχι με τη δική τους θέληση. Μόνο τρεις θάνατοι θα το κρατούσαν πιο ασφαλές.
Η Σούροθ δεν συνειδητοποίησε ότι την τελευταία φράση την είχε προφέρει δυνατά, παρά μόνο όταν η Άλχουιν είπε: «Αλλά όμως η Υψηλή Αρχόντισσα χρειάζεται ζωντανούς και τους τρεις». Η γυναίκα είχε την αρμόζουσα ταπεινότητα στη στάση της, ακόμα και στο τέχνασμα των χαμηλωμένων ματιών της, που όμως κατόρθωναν να εξετάζουν τη Σούροθ για κάθε ένδειξη. Κι η φωνή της ακόμα ήταν ταπεινή. «Ποιος ξέρει, Υψηλή Αρχόντισσα, τι θα έκανε η Αυτοκράτειρα —που είθε να ζήσει παντοτινά!― αν μάθαινε ότι κάποιος είχε αποπειραθεί να της το κρατήσει κρυφό».
Αντί να απαντήσει, η Σούροθ έκανε άλλη μια φορά την ανεπαίσθητη χειρονομία, που διέταζε την άλλη να αποχωρήσει. Η Άλχουιν και πάλι δίστασε —αυτή τη φορά σίγουρα ήταν απλώς η απροθυμία της να φύγει· η γυναίκα είχε πάρει πολύ αέρα!― πριν υποκλιθεί βαθιά και χαθεί από τα μάτια της.
Με λίγη προσπάθεια, η Σούροθ γαλήνεψε. Η σουλ'ντάμ και οι άλλες δύο ήταν ένα πρόβλημα που δεν μπορούσε να λύσει τώρα, αλλά για το Αίμα η υπομονή ήταν αναγκαιότητα. Εκείνοι που δεν τη διέθεταν, πιθανότατα θα κατέληγαν στον Πύργο των Κορακιών.
Στο λόφο, οι γονατιστοί υπηρέτες έγειραν μπροστά σε ετοιμότητα, όταν η Σούροθ ξανάκανε την εμφάνισή της. Οι στρατιώτες συνέχισαν την επιφυλακή τους, ώστε να μην την ενοχλήσει τίποτα. Η Σούροθ πήρε τη θέση της μπροστά στην κιονοστοιχία, αυτή τη φορά ατενίζοντας το πέλαγος, προς τη στεριά που βρισκόταν εκατοντάδες μίλια ανατολικά.
Αν ήταν αυτή που θα ηγούνταν των Προδρόμων με επιτυχία, που θα άρχιζε το Γυρισμό, θα κέρδιζε μεγάλη τιμή. Ίσως ακόμα και την υιοθεσία στην οικογένεια της Αυτοκράτειρας, αν κι αυτή η τιμή δεν στερούνταν περιπλοκών. Επιπλέον, αν ήταν επίσης αυτή που θα αιχμαλώτιζε τον Δράκοντα, είτε ψεύτικο είτε αληθινό, μαζί με τον τρόπο να ελέγξει την απίστευτη δύναμή του...
Αλλά αν ― όταν τον πιάσω, να τον δώσω στην Αυτοκράτειρα; Ιδού το ερώτημα.
Τα μακριά νύχια της άρχισαν πάλι να χτυπούν το πλατύ, πέτρινο πεζούλι με έναν ξερό ήχο.
2
Στροβιλίσματα Στο Σχήμα
Ο καυτός, νυχτερινός άνεμος φυσούσε βόρεια, προς την ενδοχώρα, πάνω από το αχανές δέλτα που λεγόταν Δάχτυλα του Δράκοντα ― μια δαιδαλώδης μάζα από πλατιά και στενά ποτάμια, που μερικά πνίγονταν στα μαχαιρόχορτα. Τεράστιες εκτάσεις από καλαμιές παρεμβάλλονταν ανάμεσα σε μικρές συστάδες δασοσκέπαστων νησιών, γεμάτων με αραχνόριζα δέντρα που δεν φύονταν πουθενά αλλού. Τελικά, το δέλτα κατέληγε στην πηγή του, στον ποταμό Ερινίν, με την πλατιά κοίτη του κατάστικτη από φώτα ― τα φαναράκια που είχαν οι βάρκες για το ψάρεμα. Οι βάρκες και τα φώτα χοροπήδησαν ξέφρενα, έτσι ξαφνικά και απροειδοποίητα, και μερικοί εσχατόγηροι μουρμούρισαν για μοχθηρά πλάσματα που περνούσαν μέσα στη νύχτα. Οι νεαροί γέλασαν, αλλά συνέχισαν να τραβάνε τα δίχτυα με μεγαλύτερη ζέση, ανυπομονώντας να αφήσουν το σκοτάδι και να χωθούν στα σπίτια τους. Τα παραμύθια έλεγαν ότι το κακό δεν μπορεί να περάσει το κατώφλι σου, παρά μονάχα αν το προσκαλέσεις. Έτσι έλεγαν τα παραμύθια. Εδώ έξω, όμως, στο σκοτάδι...
Τα τελευταία ίχνη της αλμύρας είχαν χαθεί όταν ο άνεμος έφτασε πια στη λαμπρή πόλη του Δακρύου, δίπλα στο ποτάμι, όπου τα πανδοχεία και τα μαγαζάκια με τις κεραμιδένιες στέγες στέκονταν κολλητά δίπλα σε παλάτια, που λαμπύριζαν στο φως του φεγγαριού. Εντούτοις, κανένα παλάτι δεν ήταν τόσο ψηλό όσο ο βαρύς όγκος, το βουνό σχεδόν, που εκτεινόταν από την καρδιά της πόλης ως εκεί που έσκαγε το κύμα ― η Πέτρα του Δακρύου, το φρούριο των θρύλων, το παλαιότερο οχυρό της ανθρωπότητας, που είχε αναγερθεί τις τελευταίες μέρες του Τσακίσματος του Κόσμου. Ενώ χώρες και αυτοκρατορίες άνθιζαν και έπεφταν και τις διαδέχονταν άλλες εκ νέου, η Πέτρα βαστούσε. Ήταν ο βράχος πάνω στον οποίο οι στρατοί είχαν τσακίσει δόρατα, σπαθιά και καρδιές εδώ και τρεις χιλιάδες χρόνια. Κι όλο αυτό το διάστημα, ποτέ δεν την είχαν αλώσει οι εχθρικοί στρατοί. Μέχρι τώρα.