Выбрать главу

Οι δρόμοι της πόλης, οι ταβέρνες και τα πανδοχεία ήταν σχεδόν άδεια μέσα στο πηχτό σκοτάδι, καθώς οι άνθρωποι προτιμούσαν τη σιγουριά που τους πρόσφεραν οι τοίχοι των σπιτιών τους. Αυτός που κυβερνούσε την Πέτρα ήταν ο Άρχοντας του Δακρύου, της πόλης και του έθνους. Έτσι ήταν ανέκαθεν και ο λαός του Δακρύου πάντα το δεχόταν. Τη μέρα θα ζητωκραύγαζαν τον καινούριο άρχοντά τους με τον ίδιο ενθουσιασμό που είχαν ζητωκραυγάσει τον παλιό· τη νύχτα ζάρωναν μαζί τρέμοντας, παρά την κάψα, όταν ο άνεμος αλυχτούσε στις στέγες τους σαν χίλιοι πενθούντες που οδύρονταν. Παράξενες, καινούριες ελπίδες χόρευαν στο κεφάλι τους, ελπίδες που κανένας στο Δάκρυ δεν είχε τολμήσει να νιώσει εδώ και εκατό γενιές, ελπίδες ανάμικτες με φόβους παλιούς, σαν το Τσάκισμα.

Ο άνεμος μαστίγωνε το μακρύ, λευκό λάβαρο, που έμοιαζε να αιχμαλωτίζει το φως του φεγγαριού πάνω από την Πέτρα, σαν να πάσχιζε να το ξεριζώσει. Πάνω στο λάβαρο προέλαυνε μια λυγερή μορφή όμοια με ερπετό με πόδια, που είχε χρυσή, λιονταρίσια χαίτη, χρυσοκόκκινες φολίδες και έμοιαζε να ιππεύει τον άνεμο. Ήταν το λάβαρο της προφητείας, που την προσδοκούσαν και την έτρεμαν. Το λάβαρο του Δράκοντα. Του Αναγεννημένου Δράκοντα. Οιωνός της σωτηρίας του κόσμου και προμήνυμα του καινούριου Τσακίσματος που έμελλε να έρθει. Ο άνεμος, έξω φρενών θαρρείς που το λάβαρο τον αψηφούσε έτσι, έδερνε τα σκληρά τείχη της Πέτρας. Το λάβαρο του Δράκοντα ανέμιζε άφοβο στη νύχτα, περιμένοντας δυνατότερες θύελλες.

Σ' ένα δωμάτιο ψηλά, στη δυτική πλευρά της Πέτρας, ο Πέριν καθόταν σ' ένα σεντούκι στην άκρη του κρεβατιού του με τον ουρανό και κοίταζε τη μελαχρινή νεαρή που σουλατσάριζε πάνω-κάτω. Τα χρυσαφένια μάτια του έδειχναν κάποια κούραση. Συνήθως η Φάιλε τον πείραζε, περιγελούσε γλυκά τους αργούς, μελετημένους τρόπους του· απόψε δεν είχε πει ούτε δέκα λέξεις από τη στιγμή που είχε περάσει την πόρτα. Ο Πέριν μπορούσε να διακρίνει τη μυρωδιά από τα ροδοπέταλα που είχαν βάλει στα ρούχα της, διπλώνοντάς τα μετά την μπουγάδα, καθώς και την οσμή που ανήκε στην ίδια τη Φάιλε. Και στο ίχνος του καθαρού ιδρώτα της που έφτανε στη μύτη του, διέκρινε νευρικότητα. Η Φάιλε σχεδόν ποτέ δεν φαινόταν νευρική. Αναρωτήθηκε γιατί συνέβαινε αυτό τώρα και ένιωσε μια φαγούρα ψηλά στη ραχοκοκαλιά του, που δεν είχε καμία σχέση με την κάψα της βραδιάς. Τα στενά, σχιστά φουστάνια της θρόιζαν απαλά με κάθε δρασκελιά της.

Έξυσε ενοχλημένος τα γένια του, που ήταν δυο βδομάδες αξύριστα. Ήταν σγουρότερα κι από τα μαλλιά του. Κι επίσης τον ζέσταιναν. Για εκατοστή φορά σκέφτηκε να ξυριστεί.

«Σου ταιριάζει», είπε ξαφνικά η Φάιλε, σταματώντας το νευρικό βηματισμό της.

Ένιωσε άβολα και σήκωσε τους ώμους του, που τους ένιωθε δύσκαμπτους ύστερα από τόσες ώρες δουλειάς στο σιδηρουργείο. Έτσι έκανε μερικές φορές η Φάιλε, έμοιαζε να ξέρει τι σκεφτόταν ο Πέριν. «Μου προκαλεί φαγούρα», μουρμούρισε και ευχήθηκε να είχε μιλήσει πιο αποφασιστικά. Δική του ήταν η γενειάδα· μπορούσε να την ξυρίσει όποτε του κάπνιζε.

Εκείνη τον κοίταξε εξεταστικά, με το κεφάλι γερμένο στο πλάι. Η αυθάδικη μύτη και τα ψηλά ζυγωματικά της έκαναν το εξεταστικό βλέμμα να φαντάζει άγριο, σε αντίθεση με τη μαλακή φωνή, με την οποία είπε: «Δείχνει κατάλληλη για σένα».

Ο Πέριν αναστέναξε και ανασήκωσε πάλι τους ώμους. Η Φάιλε δεν του είχε ζητήσει να κρατήσει τη γενειάδα και δεν θα του ζητούσε. Αλλά ο Πέριν ήξερε ότι πάλι θα ανέβαλλε το ξύρισμα. Αναρωτήθηκε πώς θα χειριζόταν την κατάσταση ο φίλος του, ο Ματ. Μάλλον με μια τσιμπιά, ένα φιλάκι και κάποια παρατήρηση που θα την έκανε να βάλει τα γέλια, ώσπου στο τέλος θα κατάφερνε να τη φέρει με τα νερά του. Όμως ο Πέριν ήξερε ότι δεν είχε τις ικανότητες του Ματ με τις κοπέλες. Ο Ματ ποτέ δεν θα καταντούσε να ιδρώνει πίσω από μια γενειάδα, μόνο και μόνο επειδή μια γυναίκα πίστευε ότι έπρεπε να έχει τρίχες στο πρόσωπο. Εκτός, ίσως, αν εκείνη η γυναίκα ήταν η Φάιλε. Ο Πέριν υποψιαζόταν ότι ο πατέρας της λυπόταν βαθιά που η Φάιλε είχε φύγει από το σπίτι, κι όχι μόνο επειδή ήταν η κόρη του. Ο πατέρας της ήταν ο μεγαλύτερος γουνέμπορος στη Σαλδαία, έτσι ισχυριζόταν η Φάιλε, κι ο Πέριν εύκολα μπορούσε να τη φανταστεί να πετυχαίνει κάθε φορά την τιμή που ήθελε.