«Κάτι σε τρώει, Φάιλε, και δεν είναι η γενειάδα μου. Τι είναι;»
Εκείνη πήρε μια επιφυλακτική έκφραση. Κοίταξε αλλού, οπουδήποτε εκτός από τον Πέριν, εξετάζοντας περιφρονητικά την επίπλωση του δωματίου. Τα πάντα ήταν στολισμένα με σκαλιστές λεοπαρδάλεις και λιοντάρια, με ορμητικά γεράκια και σκηνές κυνηγιού, από την ψηλή ντουλάπα των ρούχων και τους στύλους του κρεβατιού, που ήταν χοντροί ίσαμε το πόδι του, μέχρι τον πάγκο μπροστά στο κρύο, μαρμάρινο τζάκι. Μερικά ζώα είχαν γκρενά μάτια.
Είχε προσπαθήσει να πείσει τη ματζίρε ότι ήθελε ένα απλό δωμάτιο, αλλά εκείνη δεν είχε δείξει να τον καταλαβαίνει. Όχι ότι ήταν χαζή ή βραδύνους. Η ματζίρε διοικούσε ένα στρατό υπηρετών πολυπληθέστερο από τους Υπερασπιστές της Πέτρας· όποιος κι αν κυβερνούσε την Πέτρα, όποιος κι αν κρατούσε τα τείχη της, εκείνη φρόντιζε για τα καθημερινά ζητήματα, που επέτρεπαν σε όλους να λειτουργούν. Αλλά έβλεπε τον κόσμο μέσα από Δακρινά μάτια.
Απ' ό,τι φαινόταν, ο Πέριν, παρά τα ρούχα του, πρέπει να ήταν κάτι παραπάνω από χωριατόπαιδο, επειδή ποτέ δεν φιλοξενούσαν κοινούς θνητούς στην Πέτρα ― με εξαίρεση τους Υπερασπιστές και τους υπηρέτες, φυσικά. Πέραν τούτου, ήταν ένας από την ομάδα του Ραντ, φίλος ή οπαδός ή, εν πάση περιπτώσει, κοντά με κάποιον τρόπο στον Αναγεννημένο Δράκοντα. Στα μάτια της ματζίρε, αυτό τον ανέβαζε τουλάχιστον στο ίδιο επίπεδο με έναν Άρχοντα της Χώρας, αν όχι τον Υψηλό Άρχοντα. Αρκετά την είχε σκανδαλίσει το γεγονός ότι έμενε εδώ, που δεν είχε καν καθιστικό· μπορεί να λιποθυμούσε αν ο Πέριν είχε επιμείνει να του δώσει ένα ακόμα πιο απλό δωμάτιο. Βέβαια δεν υπήρχαν τέτοια δωμάτια εδώ, εκτός από τα καταλύματα των υπηρετών ή των Υπερασπιστών. Τουλάχιστον τίποτα δεν ήταν επίχρυσο εδώ, εκτός από τα καντηλέρια.
Οι απόψεις της Φάιλε, όμως, δεν συμφωνούσαν με τις δικές του. «Θα έπρεπε να έχεις κάτι παραπάνω απ' αυτό. Σου αξίζει. Στοίχημα όλα σου τα χάλκινα ότι ο Ματ έχει καλύτερο δωμάτιο».
«Του Ματ του αρέσουν τα φανταχτερά πράγματα», είπε ο Πέριν ανέκφραστα.
«Δεν διεκδικείς το δίκιο σου».
Ο Πέριν το άφησε ασχολίαστο. Αυτό που προκαλούσε την οσμή της ταραχής της δεν ήταν ούτε τα διαμερίσματά του, ούτε η γενειάδα του.
Έπειτα από μια στιγμή, η Φάιλε είπε: «Ο Άρχοντας Δράκοντας δείχνει να έχασε το ενδιαφέρον του για σένα. Τώρα αφιερώνει όλο το χρόνο του οίους Υψηλούς Άρχοντες».
Η φαγούρα ανάμεσα στις ωμοπλάτες του δυνάμωσε· τώρα κατάλαβε τι ενοχλούσε τη Φάιλε. Προσπάθησε να δώσει ανάλαφρο τόνο στη φωνή του. «Ο Άρχοντας Δράκοντας; Σαν Δακρινή μιλάς. Το όνομά του είναι Ραντ».
«Δικός σου φίλος είναι, Πέριν Αϋμπάρα, όχι δικός μου. Αν ένας τέτοιος άνθρωπος έχει φίλους». Ανάσανε βαθιά και συνέχισε με έναν πιο συγκρατημένο τόνο. «Σκεφτόμουν να φύγω από την Πέτρα. Να φύγω από το Δάκρυ. Δεν νομίζω ότι η Μουαραίν θα προσπαθούσε να με εμποδίσει. Τα νέα για... για τον Ραντ ξεκίνησαν και ταξιδεύουν από την πόλη εδώ και δυο βδομάδες. Δεν μπορεί να θέλει να το κρατήσει μυστικό πολύ ακόμα».
Εκείνος απλώς έπνιξε έναν ακόμα αναστεναγμό του. «Ούτε κι εγώ το φαντάζομαι. Αν μη τι άλλο, σε θεωρεί επιπλοκή. Μάλλον θα σου δώσει χρήματα για να σηκωθείς και να φύγεις».
Εκείνη έφερε τις γροθιές στους γοφούς της και πλησίασε για να τον καρφώσει με το βλέμμα. «Μόνο αυτό έχεις να πεις;»
«Τι θες να πω; Ότι θέλω να μείνεις;» Ο θυμός στη φωνή του τον ξάφνιασε. Ήταν θυμωμένος με τον εαυτό του, όχι μ' αυτήν. Ήταν θυμωμένος επειδή δεν το είχε προβλέψει αυτό, ήταν θυμωμένος επειδή δεν ήξερε πώς να το αντιμετωπίσει. Του άρεσε όταν μπορούσε να σκεφτεί μια κατάσταση εξονυχιστικά. Ήταν εύκολο να πληγώσεις άθελα σου τους ανθρώπους, όταν βιάζεσαι. Αυτό ακριβώς είχε κάνει τώρα. Τα μαύρα μάτια της ήταν διάπλατα ανοιχτά από την κατάπληξη. Προσπάθησε να μιλήσει πιο γλυκά. «Θέλω να μείνεις, Φάιλε, αλλά μάλλον πρέπει να φύγεις. Ξέρω ότι δεν είσαι δειλή; όμως ο Αναγεννημένος Δράκοντας, οι Αποδιωγμένοι...» Όχι ότι υπήρχε κάποιο μέρος πραγματικά ασφαλές —κάτι τέτοιο δεν θα κρατούσε για πολύ― αλλά υπήρχαν μέρη ασφαλέστερα από την Πέτρα. Για ένα διάστημα τουλάχιστον. Όχι ότι ήταν τόσο βλάκας για να το θέσει έτσι.
Αλλά εκείνη δεν φαινόταν να νοιάζεται για το πώς το διατύπωνε. «Να μείνω; Το Φως να με φωτίσει! Όλα είναι καλύτερα από το να κάθομαι ριζωμένη εδώ, αλλά...» Γονάτισε με χάρη μπροστά του και ακούμπησε τα χέρια της στα γόνατά του. «Πέριν. Δεν θέλω να αναρωτιέμαι πότε ένας Αποδιωγμένος θα στρίψει τη γωνία μπροστά μου και δεν θέλω να αναρωτιέμαι πότε ο Αναγεννημένος Δράκοντας θα μας σκοτώσει όλους. Στο κάτω-κάτω, αυτό έκανε τότε στο Τσάκισμα. Σκότωσε όλους τους κοντινούς του».