Εκείνος τράβηξε το βλέμμα του αλλού, αν και η μυρωδιά της ακόμα τον παράσερνε. Δεν του φαινόταν πιθανό να λένε ιστορίες γι' αυτόν, εκτός αν μάθαιναν το μυστικό του πολύ περισσότεροι από τους λίγους που ήδη το ήξεραν. Η Φάιλε νόμιζε ότι ήξερε τα πάντα για τον Πέριν, αλλά έκανε λάθος.
Ένας πέλεκυς και ένα σφυρί ήταν γερμένα στον τοίχο απέναντί του, και τα δυο απλά και λειτουργικά, με λαβή ίση σε μήκος με τον πήχη του. Το τσεκούρι είχε μια μοχθηρή λεπίδα στο σχήμα του μισοφέγγαρου, που τη στερέωνε στη θέση της ένα χοντρό καρφί, και προορισμός του ήταν η βία. Με το σφυρί μπορούσε να κατασκευάσει πράγματα ― όπως είχε ήδη κατασκευάσει πράγματα σε ένα σιδηρουργείο. Η κεφαλή του σφυριού ήταν διπλή και πιο βαριά από τη λεπίδα του τσεκουριού, όμως αισθανόταν το τσεκούρι να τον βαραίνει περισσότερο κάθε φορά που το κρατούσε. Με το τσεκούρι είχε... Το πρόσωπό του σκοτείνιασε, δεν ήθελε να το σκέφτεται. Η Φάιλε είχε δίκιο. Το μόνο που ήθελε ήταν να γίνει σιδεράς, να επιστρέψει σπίτι του, να δει πάλι την οικογένειά του και να δουλέψει στο σιδεράδικο. Αλλά δεν του έμελλε να πραγματοποιηθεί· το ήξερε.
Σηκώθηκε να πάρει το σφυρί κι ύστερα ξανακάθισε. Ένιωθε κάποια παρηγοριά κρατώντας το. «Ο αφέντης Λούχαν πάντα έλεγε ότι δεν μπορείς να εγκαταλείψεις αυτό που πρέπει να γίνει». Συνέχισε να μιλά βιαστικά, συνειδητοποιώντας ότι πάνω-κάτω αυτό είχε αποκαλέσει η Φάιλε σαχλαμάρες για αντράκια. «Είναι ο σιδεράς στο χωριό μου, ήμουν ο μαθητευόμενός του. Σου μίλησα γι' αυτόν».
Προς μεγάλη του έκπληξη, εκείνη δεν εκμεταλλεύτηκε την ευκαιρία για να του πει ότι επαναλάμβανε τα ίδια. Και μάλιστα έμεινε σιωπηλή, κοιτάζοντάς τον, περιμένοντας κάτι. Έπειτα από μια στιγμή, το κατάλαβε.
«Φεύγεις λοιπόν;» τη ρώτησε.
Εκείνη σηκώθηκε όρθια, τινάζοντας τη φούστα της. Για αρκετή ώρα έμεινε βουβή, σαν να αποφάσιζε τι θα απαντούσε. «Δεν ξέρω», είπε στο τέλος. «Κοίτα σε τι μπελάδες μ' έμπλεξες».
«Εγώ; Τι έκανα;»
«Ε, αν δεν ξέρεις, δεν θα σου το πω εγώ».
Ξύνοντας πάλι τη γενειάδα του, κοίταξε το σφυρί που κρατούσε στο άλλο χέρι. Ο Ματ μάλλον θα ήξερε ακριβώς τι εννοούσε. Ή ακόμα και ο γερο-Θομ Μέριλιν. Ο ασπρομάλλης βάρδος υποστήριζε ότι κανένας δεν καταλαβαίνει τις γυναίκες, αλλά όταν έβγαινε από το δωματιάκι του, στην κοιλιά της Πέτρας, είχε γύρω του πέντ' έξι γυναίκες αρκετά μικρές για να είναι εγγονές του, που αναστέναζαν και τον άκουγαν να παίζει άρπα και να μιλά για λαμπρές περιπέτειες και ρομάντζα. Η Φάιλε ήταν η μόνη γυναίκα που ήθελε ο Πέριν, αλλά μερικές φορές ένιωθε σαν ψάρι που προσπαθεί να καταλάβει ένα πουλί.
Ήξερε ότι η Φάιλε ήθελε να της το ζητήσει. Μέχρι εδώ το είχε καταλάβει. Ίσως να του το έλεγε, ίσως όχι, αλλά κανονικά αυτός έπρεπε να το ζητήσει. Πεισματικά, δεν άνοιξε το στόμα του. Αυτή τη φορά ήταν η δική της σειρά.
Έξω στο σκοτάδι λάλησε ένας κόκορας.
Η Φάιλε ανατρίχιασε και έφερε τα χέρια γύρω από το κορμί της. «Η νταντά μου έλεγε ότι αυτό σημαίνει θάνατο που πλησιάζει. Όχι ότι το πιστεύω φυσικά».
Ο Πέριν άνοιξε το στόμα για να συμφωνήσει ότι αυτά ήταν βλακείες, μολονότι κι ο ίδιος είχε ανατριχιάσει, όμως γύρισε το κεφάλι όταν άκουσε ένα ξύσιμο και ένα γδούπο. Ο πέλεκυς είχε πέσει στο πάτωμα. Μόλις που πρόλαβε να συνοφρυωθεί, να αναρωτηθεί πώς είχε πέσει, όταν αυτός σάλεψε ξανά, χωρίς να τον αγγίζει κανείς, και ύστερα χίμηξε ίσια πάνω του.
Ανέμισε το σφυρί χωρίς να το σκεφτεί καν. Το μέταλλο που κουδούνισε πάνω στο μέταλλο έπνιξε την κραυγή της Φάιλε· ο πέλεκυς πετάχτηκε στην άλλη άκρη του δωματίου, αναπήδησε στον πέρα τοίχο και όρμησε πάλι πάνω του, με τη λεπίδα μπροστά. Ο Πέριν ένιωσε όλες τις τρίχες στο κορμί του να σηκώνονται όρθιες.
Καθώς ο πέλεκυς περνούσε γοργά από δίπλα της, η Φάιλε πήδηξε μπροστά και άρπαξε τη λαβή και με τα δύο χέρια. Αυτός έστριψε στα χέρια της και προσπάθησε να φτάσει στο πρόσωπό της, όπου τα μάτια της ήταν διάπλατα ανοιχτά. Την τελευταία στιγμή ο Πέριν όρμησε μπροστά, αφήνοντας το σφυρί να πέσει για να αρπάξει το τσεκούρι, και μόλις που πρόφτασε να εμποδίσει τη σαν μισοφέγγαρο λεπίδα να αγγίξει το πρόσωπό της. Ο Πέριν σκεφτόταν ότι θα πέθαινε αν ο πέλεκυς —ο δικός του πέλεκυς― της έκανε κακό. Τράβηξε το όπλο μακριά της, τόσο δυνατά που το βαρύ καρφί παραλίγο να του τρυπήσει το στήθος. Θα ήταν μια δίκαιη ανταλλαγή αν με αυτό τον τρόπο εμπόδιζε το τσεκούρι να τη βλάψει, αλλά γεμάτος απόγνωση σκέφτηκε ότι ίσως να μην τα κατάφερνε.