Το όπλο σπαρταρούσε σαν να ήταν ζωντανό, ένα πλάσμα κακόβουλο. Ήθελε τον Πέριν —αυτός το ήξερε, σαν να του το είχε φωνάξει κάποιος― αλλά πάλευε με πανουργία. Όταν τράβηξε το τσεκούρι από τη Φάιλε, αυτό χρησιμοποίησε την ίδια του την κίνηση για να τον καρφώσει· όταν το έσπρωξε μακριά του, αυτό προσπάθησε να βρει τη Φάιλε, λες και ήξερε ότι έτσι θα σταματούσε να το απωθεί. Με όση δύναμη κι αν κρατούσε τη λαβή, το όπλο συστρεφόταν στα χέρια του, απειλώντας είτε με τη λεπίδα, είτε με το καρφί. Ήδη τα χέρια του πονούσαν από τον κόπο και τα ογκώδη μπράτσα του ζορίζονταν με τους μυς τεντωμένους τόση ώρα. Ιδρώτας κυλούσε στο πρόσωπό του. Δεν ήξερε πόσο ακόμα θα κρατούσε το τσεκούρι, πριν του φύγει. Επικρατούσε τρέλα, απόλυτη τρέλα, και δεν είχε χρόνο να σκεφτεί.
«Βγες έξω», μουρμούρισε μέσα από τα σφιγμένα δόντια του. «Βγες από το δωμάτιο, Φάιλε!»
Το πρόσωπό της ήταν κατάχλωμο, αλλά κούνησε το κεφάλι της και πάλεψε με τη λεπίδα. «Όχι! Δεν σ' αφήνω!»
«Θα μας σκοτώσει και τους δύο!»
Εκείνη κούνησε πάλι το κεφάλι αρνητικά.
Μουγκρίζοντας βαθιά από το λαρύγγι του, άφησε με το ένα χέρι το τσεκούρι —το άλλο τρεμούλιασε, καθώς συγκρατούσε μόνο του το όπλο· η λαβή, που στριφογυρνούσε, του έκαψε την παλάμη― και έσπρωξε τη Φάιλε να προχωρήσει. Εκείνη άφησε μια κοφτή κραυγή, καθώς την έσπρωχνε προς την πόρτα. Αγνοώντας τις φωνές της και τις γροθιές της, την κράτησε στον τοίχο με τον ώμο, άνοιξε την πόρτα και την έσπρωξε στο διάδρομο.
Έκλεισε με βρόντο την πόρτα πίσω της, τη στήριξε με την πλάτη και με το γοφό του έβαλε το σύρτη στη θέση του, ενώ άρπαζε ξανά το τσεκούρι και με τα δύο χέρια. Η βαριά λεπίδα, λαμπερή και κοφτερή, έτρεμε λίγους πόντους μπροστά από το πρόσωπό του. Με κόπο, την έσπρωξε όσο μπορούσαν να απλωθούν τα χέρια του. Οι πνιχτές φωνές της Φάιλε διαπερνούσαν τη χοντρή πόρτα και ο Πέριν ένιωθε ότι τη χτυπούσε με τις γροθιές της, όμως όλο αυτό βρισκόταν κάπου στο βάθος της προσοχής του. Τα κίτρινα μάτια του έμοιαζαν να γυαλίζουν, σαν να καθρέφτιζαν όλο το φως του δωματίου.
«Τώρα είμαστε οι δυο μας», γρύλισε στο τσεκούρι. «Μα το αίμα και τις στάχτες, πόσο σε μισώ!» Μέσα του, ένα κομμάτι του εαυτού του ήταν έτοιμο να το πιάσουν υστερικά γέλια. Κανονικά ο Ραντ είναι αυτός που θα τρελαθεί και κοίτα με που μιλάω στο τσεκούρι! Ραντ! Που να καείς!
Γυμνώνοντας τα δόντια από την προσπάθεια που κατέβαλλε, ανάγκασε το τσεκούρι να απομακρυνθεί ένα ολόκληρο βήμα από την πόρτα. Το όπλο δονούνταν, πάσχιζε να βρει σάρκα· σχεδόν ένιωθε τη δίψα που είχε για το αίμα του. Με ένα βρυχηθμό, ξαφνικά τράβηξε τη λεπίδα καταπάνω του και οπισθοχώρησε γρήγορα. Αν ο πέλεκυς ήταν αληθινά ζωντανός, σίγουρα θα άφηνε μια ιαχή θριάμβου καθώς χιμούσε προς το κεφάλι του Πέριν. Την τελευταία στιγμή ο άντρας στριφογύρισε, αφήνοντας το τσεκούρι να περάσει από δίπλα του. Με ένα βαρύ γδούπο, η λεπίδα βυθίστηκε στην πόρτα.
Ο Πέριν ένιωσε τη ζωή —δεν ήξερε πώς αλλιώς να την ονομάσει — να χάνεται από το αιχμαλωτισμένο όπλο. Με αργές κινήσεις τράβηξε τα χέρια του. Ο πέλεκυς έμεινε εκεί που ήταν, μονάχα ατσάλι και ξύλο ξανά. Η πόρτα, πάντως, φαινόταν ένα κατάλληλο μέρος για τον αφήσει προσωρινά. Με τρεμάμενο χέρι, σκούπισε τον ιδρώτα από το πρόσωπό του. Τρέλα. Όπου πάει ο Ραντ έρχεται η τρέλα.
Ξαφνικά κατάλαβε ότι δεν άκουγε πια τις κραυγές της Φάιλε, ούτε τα χτυπήματά της στην πόρτα. Τράβηξε το σύρτη και άνοιξε την πόρτα με βιάση. Το ατσάλι σχημάτιζε ένα αστραφτερό τόξο έτσι όπως είχε διαπεράσει το χοντρό ξύλο, καθρεφτίζοντας το φως από τις αραιά τοποθετημένες λάμπες κατά μήκος του γεμάτου υφαντά διαδρόμου.
Εκεί στεκόταν η Φάιλε, με τα χέρια υψωμένα, μαρμαρωμένη καθώς βροντοχτυπούσε την πόρτα. Με τα μάτια της διάπλατα ανοιχτά και γεμάτα απορία, άγγιξε την άκρη της μύτης της. «Δυο πόντοι ακόμα», είπε ξεψυχισμένα, «και...»
Ξαφνικά όρμησε πάνω του, τον σφιχταγκάλιασε και τον έλουσε με φιλιά στο λαιμό και τη γενειάδα, ανάμεσα στα άναρθρα μουρμουρητά της. Εξίσου απότομα έκανε πίσω και τον ψηλάφισε όλο αγωνία στο στήθος και τα μπράτσα. «Χτύπησες; Τραυματίστηκες; Μήπως σε...;»
«Καλά είμαι», της είπε. «Εσύ όμως; Δεν ήθελα να σε τρομάξω».
Εκείνη σήκωσε το βλέμμα της πάνω του. «Αλήθεια; Δεν έπαθες τίποτα;»
«Είμαι εντελώς απείραχτος. Θα —» Το χαστούκι που του έδωσε, με όλη τη δύναμη του μπράτσου της, έκανε το κεφάλι του να κουδουνίσει σαν σφυρί στο αμόνι.
«Χοντροκέφαλε! Νόμιζα ότι είχες σκοτωθεί! Φοβήθηκα ότι σε είχε σκοτώσει! Νόμιζα —» Σταμάτησε να μιλά, καθώς ο Πέριν πρόφταινε στον αέρα το χέρι της, πριν φάει το δεύτερο χαστούκι.
«Σε παρακαλώ, μην το ξανακάνεις αυτό», της είπε ήρεμα. Ένιωθε το τσούξιμο από το καυτό αποτύπωμα του χεριού της στο μάγουλό του και του φαινόταν ότι το σαγόνι του θα τον πονούσε όλη τη νύχτα.