Της κράτησε το χέρι απαλά, σαν να κρατούσε ένα πουλάκι, όμως δεν την άφησε καθόλου, παρ' όλο που αυτή πάλευε για να ελευθερωθεί. Σε σύγκριση με το σφυρί που ανεβοκατέβαζε όλη τη μέρα στο σιδηρουργείο, δεν του ήταν καθόλου κόπος να την κρατά έτσι, ακόμα και μετά τη μάχη του με το τσεκούρι. Ξαφνικά εκείνη φάνηκε να αγνοεί τη λαβή του και στάθηκε κοιτάζοντάς τον κατάματα· τα μαύρα και τα χρυσαφένια μάτια έμειναν να κοιτάζονται χωρίς να βλεφαρίζουν. «Θα μπορούσα να σε βοηθήσω. Δεν είχες δικαίωμα —»
«Είχα κάθε δικαίωμα», είπε αυτός σταθερά. «Δεν μπορούσες να με βοηθήσεις. Αν είχες μείνει, θα ήμασταν και οι δύο νεκροί. Δεν θα μπορούσα να πολεμώ —με τον τρόπο που έπρεπε― και ταυτόχρονα να σε προστατεύω». Άνοιξε το στόμα της, αλλά αυτός ύψωσε τη φωνή του και συνέχισε. «Ξέρω ότι μισείς αυτή τη λέξη. Θα βάλω τα δυνατά μου να μη σου φέρομαι σαν σε πορσελάνη, αλλά αν μου ζητήσεις να σε δω να πεθαίνεις, θα σε δέσω σαν αρνί για πούλημα και θα σε στείλω στην κυρά Λούχαν. Αυτή δεν ανέχεται τέτοιες ανοησίες».
Δοκίμασε ένα δόντι με τη γλώσσα του και αναρωτήθηκε αν κουνιόταν, ενώ σχεδόν ευχόταν να μπορούσε να δει τη Φάιλε να τα βάζει με την Άλσμπετ Λούχαν. Η γυναίκα του σιδερά έκανε κουμάντο τον άντρα της με την ευκολία που έκανε και το νοικοκυριό της. Ακόμα και η Νυνάβε, που είχε μεγάλο στόμα, πρόσεχε τα λόγια της μπροστά στην Κυρά Λούχαν. Το δόντι άντεχε ακόμα, συμπέρανε.
Ξαφνικά η Φάιλε ξέσπασε σε ένα χαμηλό, βραχνό γέλιο. «Στ' αλήθεια θα το έκανες, έτσι δεν είναι; Αλλά μην ξεχνάς ότι, αν το προσπαθούσες, θα βρισκόσουν να χορεύεις με τον Σκοτεινό».
Ο Πέριν ένιωσε τέτοια έκπληξη, που την άφησε ελεύθερη. Δεν έβλεπε πραγματική διαφορά ανάμεσα σε αυτό που είχε πει μόλις τώρα και σε εκείνο νωρίτερα, αλλά το ένα την είχε κάνει να κορώσει από θυμό, ενώ αυτό το είχε δεχτεί... ευχάριστα. Όχι ότι η απειλή πως θα τον σκότωνε ήταν μόνο για αστείο. Η Φάιλε είχε κρυμμένα μαχαίρια πάνω της και ήξερε να τα δουλεύει.
Έτριψε επιδεικτικά τους καρπούς της και μουρμούρισε κάτι μέσα από τα δόντια της. Ο Πέριν έπιασε τις λέξεις «τριχωτό βόδι» και υποσχέθηκε μέσα του ότι θα ξύριζε και την τελευταία τρίχα αυτής της χαζής γενειάδας. Οπωσδήποτε.
«Ο πέλεκυς. Ήταν αυτός, έτσι δεν είναι; Ο Αναγεννημένος Δράκοντας, που προσπαθούσε να μας σκοτώσει», είπε δυνατά η Φάιλε.
«Πρέπει να ήταν ο Ραντ». Τόνισε το όνομα. Δεν του άρεσε να σκέφτεται τον Ραντ με την άλλη ονομασία. Προτιμούσε να θυμάται τον Ραντ με τον οποίο είχε μεγαλώσει στο Πεδίο του Έμοντ. «Αλλά δεν προσπαθούσε να μας σκοτώσει. Αυτός δεν θα έκανε κάτι τέτοιο».
Αυτή τον κοίταξε με ένα ειρωνικό χαμόγελο, σχεδόν μορφασμό. «Αν αυτό το έκανε έτσι άνετα, ελπίζω να μη βάλει ποτέ τα δυνατά του».
«Δεν ξέρω τι έκανε. Αλλά θέλω να του πω να σταματήσει ― και θα του το πω τώρα».
«Δεν ξέρω γιατί νοιάζομαι τόσο για έναν που ανησυχεί υπερβολικά για την ίδια του την ασφάλεια», μουρμούρισε η Φάιλε.
Αυτός συνοφρυώθηκε και την κοίταξε ερωτηματικά, απορώντας τι εννοούσε, αλλά αυτή απλώς τον έπιασε από το μπράτσο. Καθώς ξεκίνησαν να διασχίζουν την Πέτρα, ο Πέριν ακόμα αναρωτιόταν τι σήμαιναν τα λόγια της. Τον πέλεκυ τον άφησε εκεί που βρισκόταν· έτσι καρφωμένος στην πόρτα που ήταν, δεν θα πείραζε κανέναν.
Με τα δόντια να σφίγγουν ένα μακρύ τσιμπούκι, ο Ματ άνοιξε λίγο ακόμα το σακάκι του και προσπάθησε να συγκεντρώσει την προσοχή τους στα τραπουλόχαρτα, που ήταν απλωμένα ανάποδα μπροστά του, καθώς και στα νομίσματα, που ήταν χυμένα στη μέση του τραπεζιού. Το σακάκι, που είχε ένα φωτεινό κόκκινο χρώμα, το είχε ράψει στο στυλ των Αντορανών, από το καλύτερο μάλλινο ύφασμα, με χρυσά κεντίδια ολόγυρα στα μανικέτια και το μακρύ γιακά, όμως κάθε μέρα θυμόταν ότι το Δάκρυ ήταν πιο κοντά στο νότο από το Άντορ. Ο ιδρώτας κυλούσε στο πρόσωπό του και κολλούσε το πουκάμισο στην πλάτη του.
Οι σύντροφοι του ολόγυρα στο τραπέζι δεν έδειχναν να προσέχουν καθόλου τη ζέστη, παρά το γεγονός ότι φορούσαν σακάκια που έδειχναν πιο βαριά από το δικό του, με χοντρά, φουσκωμένα μανίκια, φοδραρισμένα με μετάξι και μπροκάρ, και γεμάτα σατέν λωρίδες. Δύο άντρες με χρυσοκόκκινες λιβρέες φρόντιζαν τα ασημένια κύπελλα των χαρτοπαικτών να είναι συνεχώς γεμάτα κρασί και πρόσφεραν αστραφτερές πιατέλες με ελιές, τυριά και ξηρούς καρπούς. Η ζέστη δεν φαινόταν να ενοχλεί ούτε τους υπηρέτες, αν και αραιά και πού κάποιοι απ' αυτούς χασμουριόνταν, όταν πίστευαν ότι δεν τους έβλεπε κανείς, κρύβοντάς το με το χέρι τους. Η νύχτα είχε πέσει προ πολλού.
Ο Ματ απέφυγε να σηκώσει τα χαρτιά του για να τα ξανακοιτάξει. Δεν θα είχαν αλλάξει. Τρεις κυβερνήτες, τα ανώτερα χαρτιά στα τρία από τα πέντε χρώματα, ήταν ήδη αρκετοί για να κερδίσουν τα περισσότερα φύλλα.