Выбрать главу

Θα ένιωθε περισσότερο άνετα παίζοντας ζάρια· σπανίως έβρισκε τράπουλα στα μέρη που συνήθως έπαιζε, όπου το ασήμι άλλαζε χέρια σε πενήντα διαφορετικές παρτίδες ζαριών, όμως αυτοί οι νεαρούληδες Δακρινοί άρχοντες θα προτιμούσαν να φορέσουν κουρέλια, παρά να παίξουν ζάρια. Τα ζάρια ήταν για τους χωρικούς, αν και πρόσεχαν να μην το αναφέρουν μπροστά του. Αυτό που φοβούνταν δεν ήταν ο θυμός του, αλλά το τι ήταν, κατά τη γνώμη τους, οι φίλοι του. Έπαιζαν αυτό το παιχνίδι που λεγόταν τσοπ, ατέλειωτες ώρες, ατέλειωτες μέρες, χρησιμοποιώντας χαρτιά που τα χρωμάτιζε και τα βερνίκωνε στο χέρι κάποιος στην πόλη, ο οποίος είχε βγάλει μια περιουσία από αυτούς τους κυρίους, καθώς κι από άλλους σαν αυτούς. Μόνο οι γυναίκες και τα άλογα τους έκαναν να σταματούν το παιχνίδι, αλλά όχι για πολύ.

Πάντως ο Ματ είχε μάθει το παιχνίδι αρκετά γρήγορα και παρ' όλο που η τύχη του δεν ήταν το ίδιο καλή όπως με τα ζάρια, δεν του ερχόταν άσχημα. Πλάι στα χαρτιά του είχε ένα χοντρό πουγκί, ενώ επτά ακόμα πιο χοντρά ήταν χωμένα στην τσέπη του. Μια περιουσία, έτσι θα τη θεωρούσε κάποτε, όταν ήταν στο Πεδίο του Έμοντ, αρκετή για να ζήσει το υπόλοιπο του βίου του στη χλιδή. Η ιδέα που είχε για τη χλιδή είχε αλλάξει από τότε που είχε φύγει από τους Δύο Ποταμούς. Οι νεαροί άρχοντες είχαν τα νομίσματά τους σε ξεχασμένες, αστραφτερές στήλες, όμως μερικές παλιές του συνήθειες δεν είχε σκοπό να τις αλλάξει. Στις ταβέρνες και τα πανδοχεία, καμιά φορά ήταν ανάγκη να αναχωρήσει γρήγορα. Ειδικά αν τον ευνοούσε η τύχη του.

Όταν θα είχε αρκετά για να ζήσει όπως ήθελε, θα έφευγε εξίσου εσπευσμένα από το Δάκρυ, πριν καταλάβει η Μουαραίν τι είχε στο νου του. Αν εξαρτιόταν από τον ίδιο, θα είχε φύγει εδώ και μέρες. Μόνο που εδώ μπορούσες να βγάλεις χρυσάφι. Με μια νύχτα σ' αυτό το τραπέζι, θα κέρδιζε όσα θα κέρδιζε παίζοντας ζάρια μια βδομάδα στα καπηλειά. Αρκεί να κρατούσε η τύχη του.

Έσμιξε λίγο τα φρύδια και φύσηξε ανήσυχα την πίπα του, για να δείξει ότι δεν ήξερε αν το φύλλο του ήταν αρκετά καλό για να συνεχίσει. Δύο νεαροί άρχοντες είχαν κι αυτοί πίπες στα χείλη, ήταν όμως δουλεμένες με ασήμι και είχαν κεχριμπαρένια στολίσματα. Στον καυτό, ασάλευτο αέρα, το αρωματικό ταμπάκ τους μύριζε σαν πυρκαγιά σε μπουντουάρ αρχόντισσας. Όχι ότι ο Ματ είχε βρεθεί ποτέ σε μπουντουάρ αρχόντισσας. Μια αρρώστια, που παραλίγο να τον σκοτώσει, είχε αφήσει τη μνήμη του γεμάτη τρύπες, σαν την καλύτερη δαντέλα, αλλά ήταν σίγουρος ότι κάτι τέτοιο θα το θυμόταν. Ακόμα και ο Σκοτεινός δεν θα ήταν τόσο κακός ώστε να με κάνει να ξεχάσω κάτι τέτοιο.

«Ένα πλοίο των Θαλασσινών άραξε σήμερα», μουρμούρισε ο Ρέιμον δαγκώνοντας την πίπα του. Η γενειάδα του νεαρού άρχοντα ήταν λαδωμένη και ψαλιδισμένη, έτσι ώστε να σχηματίζει μια μυτερή, περιποιημένη άκρη. Ήταν η τελευταία μόδα μεταξύ των νεότερων αρχόντων και ο Ρέιμον κυνηγούσε τις τελευταίες μόδες με την επιμέλεια που κυνηγούσε τις γυναίκες. Δηλαδή ελάχιστα λιγότερο από την προσήλωση με την οποία στοιχημάτιζε. Πέταξε μια ασημένια κορώνα στο σωρό στη μέση του τραπεζιού, για να πάρει άλλο ένα χαρτί. «Ένα τρεχαντήρι. Είναι τα γρηγορότερα πλοία που υπάρχουν, λένε, αυτά τα τρεχαντήρια. Παραβγαίνουν τον άνεμο, λένε. Θα ήθελα να το δω αυτό. Μα την ψυχή μου, θα το ήθελα». Δεν έκανε τον κόπο να κοιτάξει το χαρτί που του μοίρασαν· δεν τα κοίταζε παρά μόνο όταν είχε και τα πέντε.

Ο παχουλός, ροδομάγουλος άντρας ανάμεσα στον Ρέιμον και τον Ματ χαχάνισε κεφάτα. «Θέλεις να δεις το πλοίο, Ρέιμον; Εννοείς τις κοπελιές, έτσι δεν είναι; Τις γυναίκες. Εξωτικές καλλονές των Θαλασσινών, με τα δαχτυλίδια τους και τα μπιχλιμπίδια τους και τη λικνιστή περπατησιά τους, έτσι δεν είναι;» Έριξε μια κορώνα και πήρε ένα χαρτί, κάνοντας μια γκριμάτσα όταν το είδε. Αυτό δεν σήμαινε τίποτα· κρίνοντας από το πρόσωπό του, τα φύλλα του Εντόριον ήταν πάντα κακά και αταίριαστα. Όμως κέρδιζε πιο πολλά απ' όσα έχανε. «Τέλος πάντων, ίσως η τύχη να μου χαμογελάσει με τις Θαλασσινές».

Η μπάνκα, ένας ψηλόλιγνος νεαρός που καθόταν απέναντι από τον Ματ με ένα μυτερό γενάκι ακόμα πιο σκούρο και καλοφροντισμένο από του Ρέιμον, άγγιξε τη μύτη του. «Λες να σταθείς τυχερός μ' αυτές, Εντόριον; Έτσι που δεν έχουν πολλά-πολλά με τους άλλους, θα είσαι τυχερός και μόνο να μυρίσεις το άρωμά τους». Έκανε μια προσποιητή κίνηση, σαν να οσμιζόταν βαθιά μ' έναν αναστεναγμό και οι άλλοι άρχοντες γέλασαν, ακόμα και ο Εντόριον.

Πιο δυνατά απ' όλους γέλασε ένας νεαρούλης με όχι ιδιαίτερα όμορφο πρόσωπο, που τον έλεγαν Εστέαν, και έξυσε τα ίσια μαλλιά του, που συνεχώς έπεφταν στο μέτωπό του. Αν αντί για το φίνο, κίτρινο σακάκι που φορούσε του έδινε κάποιος ένα άλλο, από φτηνό μαλλί, τότε θα έμοιαζε περισσότερο με αγρότη, παρά με το γιο του Υψηλού Άρχοντα με τα πλουσιότερα κτήματα στο Δάκρυ, που ήταν και ο πλουσιότερος στο τραπέζι τους. Κι επίσης ήταν ο πιο πιωμένος απ' όλους.