Γέρνοντας ασταθώς πάνω από το διπλανό του, ένα μαζεμένο νεαρό ονόματι Μπάραν, που πάντα έμοιαζε να κοιτάζει τη σουβλερή μύτη του, ο Εστέαν κάρφωσε με το τρεμουλιαστό δάχτυλό του το νεαρό που έκανε την μπάνκα. Ο Μπάραν έγειρε πίσω μορφάζοντας, ενώ δάγκωνε το επιστόμιο της πίπας του, σαν να φοβόταν ότι ο Εστέαν θα έκανε εμετό.
«Καλό αυτό, Καρλόμιν», γουργούρισε ο Εστέαν. «Συμφωνείς κι εσύ, Μπάραν, σωστά; Ο Εντόριον ούτε τη μυρωδιά τους δεν θα κερδίσει. Αν θέλει να δοκιμάσει την τύχη του... να ριψοκινδυνεύσει... θα πρέπει να κυνηγήσει εκείνες τις μορφονιές τις Αελίτισσες, σαν τον Ματ από δω. Να δεις δόρατα και μαχαίρια. Που να καεί η ψυχή μου. Σαν να ζητάς από λιοντάρι να χορέψει». Στο τραπέζι έπεσε νεκρική σιωπή. Ο Εστέαν γέλασε μονάχος του και μετά έπαιξε τα μάτια και έξυσε πάλι τα μαλλιά του. «Τι τρέχει; Είπα τίποτα; Α! Α, ναι. Αυτές».
Ο Ματ μόλις που κρατήθηκε να μην κατσουφιάσει. Ο ανόητος, ήταν ανάγκη να αναφέρει τις Αελίτισσες; Το μόνο χειρότερο θέμα θα ήταν οι Άες Σεντάι· θα προτιμούσε να υπήρχαν Αελίτισσες στους διαδρόμους, να τριγυρνούν και να καρφώνουν με το βλέμμα τους Δακρινούς που τους εμπόδιζαν το δρόμο, παρά έστω και μία Άες Σεντάι. Τράβηξε με το δάχτυλο μια Αντορανή κορώνα από το πουγκί του στο τραπέζι και την έσπρωξε στη μέση, μαζί με τα άλλα νομίσματα. Ο Καρλόμιν μοίρασε αργά το επόμενο χαρτί.
Ο Ματ το σήκωσε προσεκτικά με την άκρη του νυχιού του και δεν επέτρεψε στον εαυτό του ούτε να ανοιγοκλείσει τα μάτια. Ο Κυβερνήτης Κούπα, ένας Υψηλός Άρχοντας του Δακρύου. Οι κυβερνήτες της τράπουλας ποίκιλαν ανάλογα με τη χώρα στην οποία είχαν φτιαχτεί τα τραπουλόχαρτα και ο κυβερνήτης του έθνους ήταν πάντα ο Κυβερνήτης Κούπα, το ανώτερο φύλλο. Αυτά τα τραπουλόχαρτα ήταν παλιά. Είχε ήδη δει καινούριες τράπουλες με το πρόσωπο του Ραντ, ή με κάτι που του έμοιαζε, στη θέση του Κυβερνήτη Κούπα, μαζί με το λάβαρο του Δράκοντα. Ο Ραντ κυβερνήτης του Δακρύου· αυτό ακόμα του φαινόταν τόσο εξωφρενικό, που του ερχόταν να τσιμπηθεί. Ο Ραντ ήταν ένας βοσκός, ένα καλό παιδί, που διασκέδαζαν μαζί όταν δεν έκανε το σοβαρό και υπεύθυνο. Τώρα ο Ραντ ήταν ο Αναγεννημένος Δράκοντας· αυτό σήμαινε ότι ο Ματ ήταν μεγάλος βλάκας που καθόταν και περίμενε εκεί, όπου η Μουαραίν μπορούσε να τον βρει και να τον πιάσει ό,τι ώρα ήθελε, περιμένοντας να δει τι θα έκανε μετά ο Ραντ. Ίσως να ερχόταν μαζί του ο Θομ Μέριλιν. Ή ο Πέριν. Μόνο που ο Θομ έμοιαζε να έχει βολευτεί στην Πέτρα, σαν να μην είχε ποτέ σκοπό να φύγει, και ο Πέριν δεν θα πήγαινε πουθενά αν δεν κουνούσε η Φάιλε το δαχτυλάκι της. Ε, λοιπόν, ο Ματ ήταν έτοιμος να ταξιδέψει μόνος του, αν ήταν ανάγκη.
Υπήρχε όμως ασήμι στη μέση του τραπεζιού και χρυσάφι μπροστά στους νεαρούς άρχοντες, κι αν του μοίραζαν τον πέμπτο κυβερνήτη, κανένα χέρι στο τσοπ δεν θα μπορούσε να τον νικήσει. Όχι ότι τον χρειαζόταν. Ξαφνικά, ένιωσε την τύχη να του γαργαλά το νου. Όχι να τον γαργαλά όπως γινόταν με τα ζάρια φυσικά, αλλά ήταν ήδη βέβαιος ότι κανένας δεν θα νικούσε τους τέσσερις κυβερνήτες. Οι Δακρινοί στοιχημάτιζαν ασυγκράτητα όλη τη νύχτα, ενώ ένα ποσό ίσο με την αξία δέκα αγροκτημάτων άλλαζε θέση στο τραπέζι με τα πιο γρήγορα χέρια.
Αλλά ο Καρλόμιν κοίταζε την τράπουλα στα χέρια του αντί να αγοράσει το τέταρτο φύλλο του, ενώ ο Μπάραν ρουφούσε με δύναμη την πίπα του και στοίβαζε τα κέρματα μπροστά του, σαν να ήταν έτοιμος να τα καταχωνιάσει στις τσέπες του. Ο Ρέιμον ήταν μουτρωμένος πίσω από τα γένια του και ο Εντόριον κοιτούσε συνοφρυωμένος τα νύχια του. Μονάχα ο Εστέαν έμοιαζε ήρεμος· χαμογελούσε αβέβαια στους άλλους ολόγυρά του, έχοντας ίσως ήδη ξεχάσει αυτό που είχε πει. Συνήθως κατόρθωναν να διασκεδάσουν την κατάσταση όποτε ανάφερε κάποιος τις Αελίτισσες, όμως η ώρα ήταν περασμένη και το κρασί έρεε άφθονο.
Ο Ματ έψαξε στο νου του για να βρει έναν τρόπο που θα εμπόδιζε τους άρχοντες και το χρυσάφι τους να εγκαταλείψουν τα φύλλα τους. Μια ματιά στα πρόσωπά τους άρκεσε για να καταλάβει ότι δεν έφτανε απλώς να αλλάξει θέμα. Υπήρχε όμως και διαφορετικός τρόπος. Αν τους έκανε να γελάσουν με τις Αελίτισσες... Αξίζει να γελάσουν και μαζί μου; Μασώντας την πίπα του, προσπάθησε να σκεφτεί κάτι άλλο.
Ο Μπάραν μάζεψε μια στοίβα χρυσά νομίσματα σε κάθε χέρι και έκανε να τα χώσει στις τσέπες του.
«Σκέφτομαι να κάνω μια δοκιμή μ' αυτές τις Θαλασσινές», είπε γοργά ο Ματ, βγάζοντας την πίπα από το στόμα, για να κάνει χειρονομίες μ' αυτήν. «Παράξενα πράγματα συμβαίνουν όταν κυνηγάς Αελίτισσες. Πολύ παράξενα. Όπως το παιχνίδι που ονομάζουν “Το Φιλί της Κόρης”». Τώρα είχε τραβήξει την προσοχή τους, αλλά ο Μπάραν δεν είχε βάλει κάτω τα νομίσματα και ο Καρλόμιν δεν έδειχνε ότι θα αγόραζε χαρτί.