Ο Εστέαν κάγχασε μεθυσμένα. «Θα σε φιλήσει με ατσάλι στα παίδια, μου φαίνεται. Κόρες του Δόρατος, σου λέει. Δόρυ στα παίδια. Που να καεί η ψυχή μου». Κανείς άλλος δεν γέλασε. Μα τον άκουγαν.
«Όχι ακριβώς». Ο Ματ κατάφερε να χαμογελάσει. Που να καώ, μίλησα που μίλησα, ας πω και τα υπόλοιπα. «Ο Ρούαρκ μου είπε ότι, αν ήθελα να τα πάω καλά με τις Αελίτισσες, έπρεπε να τις ρωτήσω πώς παίζεται το Φιλί της Κόρης. Είπε ότι αυτός ήταν ο καλύτερος τρόπος για να τις γνωρίσω». Ως εδώ, του φαινόταν σαν παιχνίδι με φιλιά, όπως το Φίλα τις Μαργαρίτες που έπαιζαν στο χωριό του. Ο Ρούαρκ ήταν αρχηγός μιας φατρίας των Αελιτών και ο Ματ δεν τον είχε για άνθρωπο που έκανε φάρσες. Την άλλη φορά θα είχε το νου του. Προσπάθησε να χαμογελάσει πιο φυσικά. «Πήγα λοιπόν στην Μπάιν και...» Ο Ρέιμον έσμιξε ανυπόμονα τα φρύδια. Κανείς τους δεν ήξερε το όνομα κάποιου Αελίτη εκτός του Ρούαρκ και κανείς δεν ήθελε να μάθει. Ο Ματ άφησε τα ονόματα και συνέχισε βιαστικά. «...πήγα εκεί σαν βλάκας με περικεφαλαία και ζήτησα να μου δείξουν». Από τα πλατιά χαμόγελα που φάνηκαν στα πρόσωπά τους, έπρεπε να είχε υποψιαστεί ότι κάτι έτρεχε. Ήταν σαν γάτες που ένα ποντίκι τις είχε ζητήσει σε χορό. «Πριν καταλάβω τι συμβαίνει, μια αγκαλιά δόρατα κύκλωσαν το λαιμό μου, σαν περιλαίμιο. Έτσι και φτερνιζόμουν, θα με είχαν ξυρίσει».
Οι άλλοι στο τραπέζι ξέσπασαν σε γέλια ― βραχνά ο Ρέιμον, σαν μεθυσμένο γκάρισμα ο Εστέαν.
Ο Ματ τους άφησε να γελάσουν. Σχεδόν ένιωθε τις αιχμές των δοράτων ξανά να τον τσιμπούν με την παραμικρή κίνηση. Η Μπάιν, που δεν είχε πάψει να γελά, του είπε ότι δεν είχε ακούσει ποτέ για άντρα που είχε στ' αλήθεια ζητήσει να παίξει το Φιλί της Κόρης.
Ο Καρλόμιν χάιδεψε το γένι του και μίλησε όταν είδε το δισταγμό του Ματ. «Μη σταματάς εδώ. Πες και τα άλλα. Πότε έγινε αυτό; Ήταν πριν από δυο νύχτες, πάω στοίχημα. Τότε που δεν ήρθες να παίξεις και δεν ήξερε κανένας πού ήσουν».
«Έπαιζα λίθους με τον Θομ Μέριλιν εκείνο το βράδυ», έκανε βιαστικά ο Ματ. «Αυτό έγινε πριν από μέρες». Χαιρόταν που μπορούσε να λέει ψέματα χωρίς να τον προδίδει το πρόσωπό του. «Η καθεμιά τους μου έδωσε ένα φιλί. Αυτό είναι όλο. Όποιας της άρεσε το φιλί, τραβούσε λίγο πίσω το δόρυ. Αν όχι, το έσπρωχνε λιγάκι πιο δυνατά, για ενθάρρυνση θα έλεγες. Αυτό ήταν όλο. Ένα έχω να σας πω. Κόπηκα λιγότερες φορές απ' όσο όταν ξυρίζομαι».
Έχωσε ξανά την πίπα στο στόμα του. Αν ήθελαν να μάθουν κι άλλα, ας πήγαιναν να παίξουν το παιχνίδι κι αυτοί. Ευχήθηκε κάποιος τους να ήταν τόσο βλάκας. Οι παλιο-Αελίτισσες και τα παλιοίόρατά τους. Είχε χαράξει πια, όταν γύρισε στο κρεβάτι του.
«Εμένα θα μου έπεφτε βαρύ», είπε ξερά ο Καρλόμιν, «μα το Φως». Πέταξε μια ασημένια κορώνα στη μέση του τραπεζιού και πήρε ο ίδιος ένα χαρτί. «Το Φιλί της Κόρης». Σειόταν από τα σιωπηλά χαχανητά του, ενώ άλλο ένα κύμα γέλιου απλωνόταν στο τραπέζι.
Ο Μπάραν αγόρασε το πέμπτο χαρτί του και ο Εστέαν πήρε ένα νόμισμα από το σωρό που ήταν απλωμένος μπροστά του, κοιτάζοντάς το για να δει τι ήταν. Δεν θα σταματούσαν το παιχνίδι τώρα.
«Άγριοι», μουρμούρισε ο Μπάραν μασώντας την πίπα του. «Αμαθείς άγριοι. Αυτό είναι και τίποτα παραπάνω, που να καεί η ψυχή μου. Ζουν σε σπηλιές, εκεί στην Ερημιά. Σε σπηλιές! Μόνο οι άγριοι ζούνε στην Ερημιά».
Ο Ρέιμον ένευσε. «Τουλάχιστον υπηρετούν τον Άρχοντα Δράκοντα. Αλλιώς, θα έπαιρνα εκατό Υπερασπιστές και θα καθάριζα την Πέτρα». Ο Μπάραν και ο Καρλόμιν συμφώνησαν μ' ένα άγριο γρύλισμα.
Ο Ματ δεν δυσκολευόταν καθόλου να κρατήσει το πρόσωπό του ανέκφραστο. Αυτά τα είχε ξανακούσει. Ο κομπασμός ήταν εύκολος, όταν δεν περίμενε κανείς να τον κάνεις πράξη. Εκατό Υπερασπιστές; Ακόμα κι αν ο Ραντ καθόταν αμέτοχος για κάποιο λόγο, οι λίγες εκατοντάδες Αελίτες που είχαν καταλάβει την Πέτρα μάλλον θα μπορούσαν να την κρατήσουν, ακόμα κι αν το Δάκρυ έστελνε στρατό. Όχι ότι έδειχναν να θέλουν την ίδια την Πέτρα. Ο Ματ υποψιαζόταν ότι οι Αελίτες βρίσκονταν εκεί επειδή ήταν ο Ραντ. Του φαινόταν ότι αυτοί οι νεαροί άρχοντες δεν το είχαν καταλάβει —προσπαθούσαν όσο ήταν δυνατό να μη δίνουν σημασία στους Αελίτες― αλλά και να το καταλάβαιναν, δεν θα ένιωθαν καλύτερα.
«Ματ». Ο Εστέαν άπλωσε τα χαρτιά του σαν βεντάλια στο ένα χέρι, αλλάζοντάς τους θέση σαν να μην μπορούσε να αποφασίσει με ποια σειρά έμπαιναν. «Ματ, θα μιλήσεις στον Άρχοντα Δράκοντα, έτσι δεν είναι;»
«Για ποιο πράγμα;» ρώτησε ο Ματ επιφυλακτικά. Δεν του άρεσε καθόλου που πολλοί απ' αυτούς τους Δακρινούς ήξεραν ότι ο Ματ κι ο Ραντ είχαν μεγαλώσει μαζί και έμοιαζαν να πιστεύουν ότι όποτε δεν ήταν μαζί τους, ήταν στο πλευρό του Ραντ. Αν ο αδελφός τους μπορούσε να διαβιβάζει, ούτε που θα τον πλησίαζαν ― γιατί λοιπόν περίμεναν ότι ο Ματ θα έκανε τέτοια βλακεία;