«Δεν σου είπα;» Ο ασχημούλης κοίταξε τα χαρτιά του στενεύοντας τα μάτια, έξυσε το κεφάλι κι ύστερα το πρόσωπό του έλαμψε. «Α, ναι. Η διακήρυξή που έκανε, Ματ. Ο Άρχοντας Δράκοντας. Η τελευταία του, Εκεί που είπε ότι οι απλοί θνητοί έχουν το δικαίωμα να πηγαίνουν τους άρχοντες στο δικαστή. Ποιος άκουσε ποτέ άρχοντας να καλείται να παρουσιαστεί στο δικαστή; Για χωρικούς, μάλιστα!»
Ο Ματ έσφιξε το πουγκί του και τα κέρματα μέσα έτριξαν. «Θα ήταν κρίμα», είπε χαμηλόφωνα, «να σε δικάσουν και να σε καταδικάσουν μόνο και μόνο επειδή ξάπλωσες με την κόρη ενός ψαρά, άσχετα αν αυτή δεν το ήθελε. Ή επειδή έβαλες να δείρουν έναν αγρότη, επειδή τίναξε λάσπη στο μανδύα σου».
Οι άλλοι σάλεψαν ανήσυχα, νιώθοντας τη διάθεσή του, αλλά ο Εστέαν ένευσε ανεβοκατεβάζοντας το κεφάλι ασταθώς, έτσι που φαινόταν πως θα έπεφτε. «Ακριβώς. Αν και βέβαια δεν θα καταλήγαμε εκεί. Άρχοντας να δικάζεται μπροστά σε δικαστή; Και βέβαια όχι. Δεν γίνεται». Γέλασε μεθυσμένα, κοιτάζοντας τα χαρτιά του. «Όχι κόρη ψαρά. Μυρίζουν ψαρίλα, ακόμα κι αν τις έχεις βάλει να κάνουν μπάνιο. Μια παχουλή κόρη αγρότη είναι το καλύτερο».
Ο Ματ σκέφτηκε ότι είχε πάει εκεί για να παίξει χαρτιά. Πίεσε τον εαυτό να μη δώσει σημασία στη φλυαρία του ηλίθιου, θύμισε στον εαυτό του πόσο χρυσάφι μπορούσε να κερδίσει από το πουγκί του Εστέαν. Η γλώσσα του όμως δεν τον υπάκουσε. «Ποιος ξέρει άραγε πού θα καταλήγαμε; Μπορεί σε αγχόνες».
Ο Εντόριον τον λοξοκοίταξε ― ήταν ένα επιφυλακτικό, ανήσυχο βλέμμα. «Είναι ανάγκη να μιλάμε... για κοινούς θνητούς, Εστέαν; Τι λες για τις κόρες του γερο-Αστόριλ; Αποφάσισες ποια θα παντρευτείς;»
«Τι; Α! Ε, θα στρίψω νόμισμα μάλλον». Ο Εστέαν κοίταξε συνοφρυωμένος τα χαρτιά του, άλλαξε θέση σε ένα και συνοφρυώθηκε πάλι. «Η Μεντόρε έχει δυο-τρεις ωραίες υπηρέτριες. Ίσως τη Μεντόρε».
Ο Ματ κατέβασε μια μεγάλη γουλιά κρασί από το ασημένιο κύπελλό του, για να μη δώσει καμιά μπουνιά στο χωριάτικο πρόσωπο του άλλου. Ακόμα έπινε από το πρώτο κύπελλό του· οι δύο υπηρέτες είχαν εγκαταλείψει πια τις προσπάθειες να του βάλουν άλλο κρασί. Αν χτυπούσε τον Εστέαν, κανείς από τους άλλους δεν θα σήκωνε το χέρι του να τον σταματήσει. Ούτε ακόμα και ο Εστέαν. Επειδή ήταν φίλος του Άρχοντα Δράκοντα. Ευχήθηκε να βρισκόταν σε κάποια ταβέρνα της πόλης, όπου ένας λιμενεργάτης θα μπορούσε να αμφισβητήσει την τύχη του, όπου μόνο η γρήγορη γλώσσα του, ή τα γρήγορα πόδια του, ή τα γρήγορα χέρια του θα τον βοηθούσαν να γλιτώσει το τομάρι του. Μα τι χαζή σκέψη που ήταν κι αυτή.
Ο Εντόριον έριξε μια ματιά στον Ματ, ζυγίζοντας τη διάθεσή του. «Ακουσα μια φήμη σήμερα. Μου λένε ότι ο Άρχοντας Δράκοντας θα μας βάλει σε πόλεμο με το Ίλιαν».
Ο Ματ στραβοκατάπιε το κρασί που έπινε. «Πόλεμο;» έφτυσε.
«Πόλεμο», συμφώνησε χαρούμενα ο Ρέιμον, μασώντας την πίπα του.
«Είσαι σίγουρος;» είπε ο Καρλόμιν. «Δεν άκουσα τέτοια φήμη», πρόσθεσε ο Μπάραν.
«Την άκουσα μόλις σήμερα, από τρία-τέσσερα στόματα». Ο Εντόριον φαινόταν να προσέχει απορροφημένος τα φύλλα του. «Ποιος ξέρει άραγε πόσο αληθινή είναι;»
«Πρέπει να είναι αλήθεια», είπε ο Ρέιμον. «Με τον Άρχοντα Δράκοντα να μας οδηγεί κρατώντας το Καλαντόρ, ούτε που θα χρειαστεί να πολεμήσουμε. Θα κάνει το στρατό τους φύλλο και φτερό, και θα προελάσουμε κατευθείαν στο Ίλιαν. Κρίμα γι' αυτό, δηλαδή, που να καεί η ψυχή μου. Θα ήθελα μια ευκαιρία να ξιφομαχήσω με Ιλιανό».
«Δεν θα έχεις την παραμικρή ευκαιρία με τον Άρχοντα Δράκοντα επικεφαλής», είπε ο Μπάραν. «Θα πέσουν στα γόνατα μόλις δουν το λάβαρο του Δράκοντα».
«Κι αν όχι», πρόσθεσε γελώντας ο Καρλόμιν, «τότε ο Άρχοντας Δράκοντας θα τους τσακίσει με τους κεραυνούς του».
«Πρώτα το Ίλιαν», είπε ο Ρέιμον. «Και ύστερα... Ύστερα θα κατακτήσουμε τον κόσμο για τον Άρχοντα Δράκοντα. Πες του ότι το είπα, Ματ. Ολόκληρο τον κόσμο».
Ο Ματ κούνησε το κεφάλι του. Πριν από ένα μήνα θα τους προκαλούσε αποτροπιασμό και μόνο η ιδέα ενός ανθρώπου που μπορούσε να διαβιβάζει, ενός ανθρώπου που ήταν καταδικασμένος να τρελαθεί και να τον βρει ένας φριχτός θάνατος. Τώρα, όμως, ήταν έτοιμοι να ακολουθήσουν τον Ραντ στη μάχη και εμπιστεύονταν τη δύναμη του για να κερδίσει εκ μέρους τους τον πόλεμο. Εμπιστεύονταν τη Δύναμη, αν και μάλλον δεν θα το έθεταν έτσι. Μα κι αυτοί, σκέφτηκε, έπρεπε να κρατηθούν από κάπου. Η αόρατη Πέτρα ήταν στα χέρια των Αελιτών. Ο Αναγεννημένος Δράκοντας ήταν στα διαμερίσματά του τριάντα μέτρα πάνω από τα κεφάλια τους και μαζί του ήταν το Καλαντόρ. Τρεις χιλιάδες χρόνια Δακρινής ιστορίας είχαν γίνει συντρίμμια και ο κόσμος είχε γυρίσει τα πάνω-κάτω. Αναρωτήθηκε αν ο ίδιος αντιμετώπιζε καλύτερα την κατάσταση· ο κόσμος του είχε στραβώσει πριν από ένα χρόνο και κάτι. Έκανε μια χρυσή Δακρινή κορώνα να κυλήσει στις ράχες των δαχτύλων του. Όσο καλά κι αν τα πήγαινε, δεν θα γυρνούσε πίσω.