Выбрать главу

«Πότε εκστρατεύουμε, Ματ;» ρώτησε ο Μπάραν.

«Δεν ξέρω», είπε αργά. «Δεν νομίζω ότι ο Ραντ θα ξεκινούσε πόλεμο». Εκτός αν είχε ήδη τρελαθεί. Αυτό δεν ήθελε ούτε να το σκεφτεί.

Οι άλλοι κοιτάχτηκαν σαν να τους είχε διαβεβαιώσει ότι αύριο ο ήλιος δεν θα ανέτειλε.

«Είμαστε όλοι πιστοί στον Άρχοντα Δράκοντα, φυσικά». Ο Εντόριον κοίταξε τα χαρτιά του σμίγοντας τα φρύδια. «Εκεί έξω στην ύπαιθρο, όμως.,. Άκουσα ότι μερικοί Υψηλοί Άρχοντες, κάτι λίγοι, προσπαθούν να συγκεντρώσουν στρατό για να ανακαταλάβουν την Πέτρα». Ξαφνικά, τα βλέμματα όλων τους στράφηκαν μακριά από τον Ματ, αν και ο Εστέαν ακόμα έμοιαζε να προσπαθεί να διακρίνει τα χαρτιά του. «Όταν ο Άρχοντας Δράκοντας μας πάει σε πόλεμο, τότε όλα αυτά θα σβήσουν. Όπως και να έχει, εμείς εδώ, στην Πέτρα, είμαστε νομιμόφρονες. Και οι Υψηλοί Άρχοντες επίσης, είμαι βέβαιος γι' αυτό. Είναι μόνο κάποιοι λίγοι στην ύπαιθρο».

Η νομιμοφροσύνη τους δεν θα υπερίσχυε του φόβου που ένιωθαν για τον Αναγεννημένο Δράκοντα. Για μια στιγμή ο Ματ ένιωσε σαν να ετοιμαζόταν να εγκαταλείψει τον Ραντ σε ένα λάκκο γεμάτο οχιές. Κι έπειτα θυμήθηκε τι ήταν ο Ραντ. Περισσότερο θα ήταν σαν να εγκατέλειπε μια νυφίτσα σε κοτέτσι. Ο Ραντ ήταν φίλος του. Ο Αναγεννημένος Δράκοντας όμως... Ποιος άραγε μπορούσε να είναι φίλος με τον Αναγεννημένο Δράκοντα; Δεν εγκαταλείπω κανέναν. Αν ο Ραντ θέλει, μπορεί να σωριάσει την Πέτρα στα κεφάλια τους. Και στο δικό μου κεφάλι. Ξανασκέφτηκε ότι ήταν ώρα να πηγαίνει.

«Όχι κόρες ψαράδων», μουρμούρισε ο Εστέαν. «Θα μιλήσεις στον Άρχοντα Δράκοντα».

«Σειρά σου, Ματ», είπε ταραγμένος ο Καρλόμιν. Έμοιαζε λιγάκι φοβισμένος, αν και ήταν αδύνατο να πεις τι φοβόταν — ότι ο Εστέαν θα ξανάκανε τον Ματ να θυμώσει, ή ότι η συζήτηση θα ξαναγυρνούσε στους αριστοκράτες; «Θα αγοράσεις και πέμπτο χαρτί ή πας πάσο;»

Ο Ματ συνειδητοποίησε ότι δεν πρόσεχε το παιχνίδι. Όλοι, εκτός απ' αυτόν και από τον Καρλόμιν, είχαν πέντε χαρτιά, αν και ο Ρέιμον είχε αφήσει στοιβαγμένα τα δικά του, με τις εικόνες προς τα κάτω, πλάι στα μαζεμένα χρήματα, για να δείξει ότι είχε εγκαταλείψει. Ο Ματ κοντοστάθηκε, προσποιήθηκε ότι το σκεφτόταν και μετά αναστέναξε και έριξε άλλο ένα νόμισμα στο σωρό.

Καθώς η ασημένια κορώνα αναπηδούσε στριφογυριστά, ο Ματ ξαφνικά ένιωσε την τύχη να γίνεται από ποταμάκι πλημμύρα και να τον κατακλύζει. Κάθε κουδούνισμα του ασημιού πάνω στο ξύλινο τραπέζι αντηχούσε πεντακάθαρο στο νου του· μπορούσε να πει αν ήταν κεφάλι ή βούλα και ήξερε με ποια πλευρά χτυπούσε το νόμισμα σε κάθε αναπήδηση, ακριβώς όπως ήξερε και ποιο θα ήταν το επόμενο φύλλο του, πριν το βάλει μπροστά του ο Καρλόμιν.

Μάζεψε τα χαρτιά του πάνω στο τραπέζι και τα άπλωσε σαν βεντάλια στο ένα χέρι. Η Αρχόντισσα της Φλόγας τον κοίταζε πλάι στους άλλους τέσσερις ― η Έδρα της Άμερλιν που ισορροπούσε μια φλόγα στην παλάμη της, αν και δεν έμοιαζε καθόλου με τη Σιουάν Σάντσε. Ό,τι γνώμη κι αν είχαν οι Δακρινοί για τις Άες Σεντάι, πάντως αναγνώριζαν την εξουσία της Ταρ Βάλον, έστω κι αν οι Φλόγες ήταν η κατώτερη κατηγορία.

Πόσες πιθανότητες υπήρχαν να του μοιράσουν και τους πέντε κυβερνήτες; Η τύχη του δούλευε καλύτερα με τα απρόβλεπτα πράγματα, όπως τα ζάρια, αλλά ίσως τώρα να είχε μεταδοθεί και στα τραπουλόχαρτα. «Αυτό είναι, που το Φως να μου κάνει τα κόκαλα στάχτη», μουρμούρισε. Τουλάχιστον αυτό ήθελε να πει.

«Να», είπε ο Εστέαν σχεδόν φωνάζοντας. «Αυτή τη φορά δεν μπορεί να το αρνηθείς. Ήταν η Παλιά Γλώσσα. Κάτι για στάχτη και κόκαλα». Κοίταξε χαμογελώντας πλατιά τους άλλους στο τραπέζι. «Πού είναι ο δάσκαλός μου να με καμαρώσει. Θα έπρεπε να του στείλω κανένα δώρο. Αν μπορούσα να βρω πού έχει πάει, βέβαια».

Οι ευγενείς υποτίθεται ότι μπορούσαν να μιλήσουν την Παλιά Γλώσσα, αν και στην πραγματικότητα ελάχιστοι ήξεραν περισσότερα απ' όσο φαινόταν να ξέρει ο Εστέαν. Οι νεαροί άρχοντες άρχισαν να διαφωνούν για το τι ακριβώς είχε πει ο Ματ. Έμοιαζαν να πιστεύουν ότι κάτι είχε να κάνει με τη ζέστη.

Ο Ματ ανατρίχιασε καθώς πάσχιζε να ξαναθυμηθεί τα λόγια που είχε ξεστομίσει. Ήταν αρλούμπες, όμως είχε την αίσθηση ότι σχεδόν τα είχε καταλάβει. Που να καεί η Μουαραίν! Αν με είχε αφήσει ήσυχο, δεν θα είχα τέτοιες πελώριες τρύπες στη μνήμη μου και δεν θα ξεφούρνιζα... ό,τι σαχλαμάρα είπα τώρα! Κι επίσης θα άρμεγε τις αγελάδες του πατέρα του, αντί να τριγυρνά στον κόσμο μ' ένα πουγκί γεμάτο χρυσάφι, αλλά αυτή τη λεπτομέρεια κατόρθωσε να την αγνοήσει.