«Ήρθατε εδώ για να παίξετε χαρτιά», είπε τραχιά, «ή για να τσακώνεστε, σαν γριούλες πάνω από το πλεκτό τους;»
«Για να παίξουμε», είπε κοφτά ο Μπάραν. «Τρεις κορώνες, χρυσές!» Πέταξε τα νομίσματα στη μέση.
«Τρεις κι άλλες τρεις ακόμα». Ο Εστέαν, ενώ τον έπιανε λόξιγκας, πρόσθεσε έξι χρυσές κορώνες στο σωρό.
Ο Ματ έπνιξε το χαμόγελό του και ξέχασε την Παλιά Γλώσσα. Ήταν εύκολο· δεν ήθελε να τη σκέφτεται. Εκτός αυτού, αφού άρχιζαν τόσο μεγάλα πονταρίσματα, ίσως κατάφερνε να κερδίσει αρκετά από αυτή την παρτίδα για να φύγει το πρωί. Κι αν εκείνος είναι τόσο τρελός ώστε να ξεκινήσει πόλεμο, θα φύγω έστω και με τα πόδια.
Έξω στο σκοτάδι λάλησε ένας πετεινός. Ο Ματ ανασάλεψε ανήσυχα και θύμισε στον εαυτό του να μη σκέφτεται ανοησίες. Κανένας δεν θα πέθαινε.
Το βλέμμα του γύρισε στα χαρτιά του ― και βλεφάρισε. Η φλόγα της Άμερλιν είχε δώσει τη θέση της σ' ένα μαχαίρι. Ενώ σκεφτόταν ότι ήταν κουρασμένος κι έβλεπε πράγματα ανύπαρκτα, η Άμερλιν κάρφωσε τη μικρή λεπίδα στη ράχη του χεριού του.
Με μια βραχνή τσιρίδα, ο Ματ πέταξε τα χαρτιά και τινάχτηκε προς τα πίσω, αναποδογυρίζοντας την καρέκλα του και κλωτσώντας το τραπέζι και με τα δύο πόδια, καθώς έπεφτε. Ο αέρας φάνηκε να γίνεται πηχτός σαν μέλι. Όλα κινούνταν σαν να είχε επιβραδυνθεί ο χρόνος, αλλά κι όλα φαίνονταν να συμβαίνουν μέσα στην ίδια στιγμή. Κι άλλες κραυγές απάντησαν στη δική του, υπόκωφες φωνές που αντιλαλούσαν μέσα σε σπήλαιο. Ο Ματ και η καρέκλα του άρχισαν να πλέουν αργά, με πορεία προς τα πίσω και προς τα κάτω· το τραπέζι αιωρήθηκε προς τα πάνω.
Η Αρχόντισσα της Φλόγας κρεμόταν στον αέρα και μεγάλωνε, κοιτάζοντάς τον με ένα άσπλαχνο χαμόγελο. Έχοντας φτάσει σχεδόν σε φυσικό μέγεθος, έκανε να βγει από το τραπουλόχαρτο· εξακολουθούσε να είναι μια ζωγραφισμένη μορφή, δίχως βάθος, όμως άπλωσε να τον φτάσει με τη λεπίδα της, που είχε κοκκινίσει από το αίμα του, σαν είχε ήδη καρφωθεί στην καρδιά του. Πλάι της άρχισε να μεγαλώνει και ο Κυβερνήτης Κούπα, ο Δακρινός Υψηλός Άρχοντας, που τραβούσε το σπαθί του.
Ο Ματ αιωρούνταν, αλλά κατάφερε με κάποιον τρόπο να φτάσει το εγχειρίδιο που είχε στο αριστερό μανίκι του και με την ίδια κίνηση να το εξαπολύσει ίσια στην καρδιά της Άμερλιν. Αν είχε καρδιά αυτό το πράγμα δηλαδή. Το δεύτερο εγχειρίδιο βρέθηκε με μια μαλακή κίνηση στο αριστερό του χέρι και εκτοξεύθηκε εξίσου μαλακά. Οι δύο λεπίδες αιωρήθηκαν στον αέρα σαν χνουδωτοί σπόροι φυτού. Ήθελε να ουρλιάξει, αλλά η πρώτη εκείνη τσιρίδα, όλο έκπληξη και οργή, ακόμα έβγαινε από το στόμα του. Τώρα, πλάι στα άλλα δύο χαρτιά, είχε αρχίσει να μεγαλώνει και η Αρχόντισσα της Ράβδου, η Βασίλισσα του Άντορ, που έσφιγγε τη ράβδο της σαν ρόπαλο, ενώ τα χρυσοκόκκινα μαλλιά της αποτελούσαν το φόντο στον άγριο μορφασμό μιας τρελής.
Ακόμα έπεφτε, ακόμα έβγαζε εκείνη την παρατεταμένη τσιρίδα. Η Αμερλιν είχε ελευθερωθεί από το χαρτί της. Ο Υψηλός Άρχοντας δρασκέλιζε έξω από το φύλλο, κρατώντας το σπαθί του. Οι επίπεδες μορφές κινούνταν σχεδόν εξίσου αργά με τον Ματ. Σχεδόν. Είχε απόδειξη ότι το ατσάλι στα χέρια τους έκοβε και δίχως αμφιβολία η ράβδος μπορούσε να σπάσει ένα κρανίο. Το δικό του κρανίο.
Τα εγχειρίδια που είχε πετάξει κινούνταν σαν να βυθίζονταν σε μαρμελάδα. Ήταν βέβαιος ότι ο πετεινός είχε λαλήσει γι' αυτόν. Ό,τι κι αν έλεγε ο πατέρας του, ο οιωνός ήταν αληθινός. Αλλά δεν θα σήκωνε τα χέρια ψηλά περιμένοντας να πεθάνει. Με κάποιον τρόπο έβγαλε άλλα δύο εγχειρίδια από το σακάκι του και κράτησε από ένα σε κάθε χέρι. Πασχίζοντας να στρίψει στον αέρα, για να φέρει τα πόδια από κάτω του, πέταξε το ένα στη χρυσομάλλα μορφή με το ρόπαλο. Το άλλο το κράτησε, ενώ προσπαθούσε να γυρίσει ώστε να πέσει στο πάτωμα, έτοιμος να αντιμετωπίσει...
Ο κόσμος επανήλθε στην κανονική του κίνηση με ένα τράνταγμα και ο Ματ έπεσε αδέξια στο πλευρό του, τόσο δυνατά που του κόπηκε η ανάσα. Πάλεψε απεγνωσμένα να σηκωθεί όρθιος, τραβώντας άλλο ένα μαχαίρι μέσα από το σακάκι του. Όσα και να έχεις, δεν σου φτάνουν, ισχυριζόταν ο Θομ Μέριλιν. Τα δύο μαχαίρια δεν χρειάστηκαν.
Για μια στιγμή, του φάνηκε ότι τα χαρτιά και οι φιγούρες είχαν εξαφανιστεί. Ή ότι όλα τα είχε πλάσει η φαντασία του. Μπορεί αυτός να τρελαινόταν κι όχι ο Ραντ. Ύστερα είδε τα τραπουλόχαρτα, που είχαν ξαναπάρει το φυσιολογικό μέγεθός τους, καρφωμένα στη σκούρα, ξύλινη επένδυση του τοίχου, από τα μαχαίρια του, που έτρεμαν ακόμα. Πήρε μια βαθιά, τραχιά ανάσα.
Το τραπέζι ήταν πεσμένο με το πλάι, τα νομίσματα ακόμα γυρνούσαν σαν σβούρες στο πάτωμα, ενώ οι νεαροί άρχοντες και οι υπηρέτες ζάρωναν σκυμμένοι ανάμεσα στα σκορπισμένα χαρτιά. Κοίταξαν χάσκοντας τον Ματ και τα μαχαίρια του, εκείνα που κρατούσε καθώς και τα άλλα στον τοίχο, με μάτια γουρλωμένα. Ο Εστέαν άρπαξε μια ασημένια κανάτα, που κάπως είχε γλιτώσει και δεν είχε αναποδογυρίσει, και άρχισε να χύνει το κρασί κατευθείαν στο στόμα του, ενώ όσο περίσσευε ξεχείλιζε στο σαγόνι του και κυλούσε στο στήθος του.