Выбрать главу

«Μπορεί να μην έχεις φύλλο που κερδίζει», είπε βραχνά ο Εντόριον, «αλλά αυτό δεν είναι λόγος για να —» Έκοψε απότομα τη φράση του, ριγώντας ολόκληρος.

«Το είδες με τα μάτια σου». Ο Ματ θηκάρωσε ξανά τα μαχαίρια του. Ένα μικρό, αιμάτινο ρυάκι κυλούσε στη ράχη του χεριού του από τη μικροσκοπική πληγή. «Μην κάνεις τον τυφλό!»

«Δεν είδα τίποτα», είπε μουδιασμένα ο Ρέιμον. «Τίποτα!» Προχώρησε έρποντας στο πάτωμα, μαζεύοντας χρυσάφι και ασήμι, ξεδιαλέγοντας τα νομίσματα σαν να ήταν το σημαντικότερο πράγμα στον κόσμο. Οι άλλοι έκαναν το ίδιο, με εξαίρεση τον Εστέαν, ο οποίος παραπατώντας άρχισε να ψάχνει τις πεσμένες κανάτες μήπως βρει καμία που να έχει ακόμα κρασί. Ένας υπηρέτης έκρυβε το πρόσωπο με τις παλάμες του· ο άλλος, με μάτια κλειστά, προφανώς προσευχόταν μ' ένα χαμηλόφωνο, ξέπνοο κλαψούρισμα.

Ο Ματ μουρμούρισε μια βλαστήμια και πλησίασε με μεγάλες δρασκελιές το σημείο όπου τα μαχαίρια του είχαν καρφώσει τα τρία τραπουλόχαρτα στην ξύλινη επένδυση. Τώρα είχαν ξαναγίνει απλά τραπουλόχαρτα ― ένα απλό, σκληρό χαρτί, όπου το διάφανο λούστρο είχε ραγίσει. Όμως η μορφή της Άμερλιν ακόμα κρατούσε εγχειρίδιο αντί για φλόγα. Γεύτηκε αίμα και κατάλαβε ότι ρουφούσε την αμυχή στη ράχη του χεριού του.

Ξεκόλλησε βιαστικά τα μαχαίρια και πριν τα θηκαρώσει, έκοψε τα χαρτιά στη μέση. Ύστερα από μια οτιγμή, άρχισε να ψάχνει στα χαρτιά που είχαν σκορπίσει στο πάτωμα, ώσπου βρήκε τους κυβερνήτες των Νομισμάτων και των Ανέμων και τους έσκισε κι αυτούς. Ένιωσε λιγάκι ανόητος —όλα είχαν τελειώσει· τα χαρτιά ήταν πάλι απλά χαρτιά― αλλά δεν μπορούσε να κάνει αλλιώς.

Οι νεαροί άρχοντες, που σέρνονταν στα χέρια και στα πόδια, δεν έκαναν τίποτα για να τον σταματήσουν. Έτρεχαν να βγουν από το δρόμο του, χωρίς καν να τον κοιτάζουν. Δεν θα έπαιζαν άλλο απόψε, ίσως και για αρκετές ακόμα νύχτες. Τουλάχιστον όχι μαζί του. Ό,τι κι αν ήταν αυτό που είχε συμβεί, ήταν σαφές ότι στρεφόταν μόνο εναντίον του Ματ. Αυτό όμως που ήταν ακόμα πιο σαφές, ήταν πως τα πάντα είχαν γίνει με τη χρήση της Μίας Δύναμης. Δεν ήθελαν να έχουν καμία σχέση με τέτοια πράγματα.

«Που να καείς, Ραντ!» μουρμούρισε μέσα από τα δόντια του. «Αν είναι να τρελαθείς, τουλάχιστον μην μπλέκεις κι εμένα!» Η πίπα του είχε σπάσει στα δύο, μια δαγκωνιά είχε κόψει ίσια τον σωλήνα. Θυμωμένος, άρπαξε το πουγκί του από το πάτωμα και βγήκε από το δωμάτιο με μεγάλα βήματα.

Στη σκοτεινή κρεβατοκάμαρά του, ο Ραντ τιναζόταν ανήσυχος σ' ένα κρεβάτι τόσο μεγάλο, που χωρούσε πέντε. Έβλεπε όνειρα.

Μέσα σ' ένα σκοτεινό δάσος, η Μουαραίν τον κέντριζε μ' ένα μυτερό ραβδί προς το μέρος όπου περίμενε η Έδρα της Αμερλιν, καθισμένη σ' ένα κούτσουρο με ένα καπίστρι στα χέρια της. Αμυδρές μορφές κινούνταν μισο-αόρατες ανάμεσα στα δέντρα, παραμονεύοντας, κυνηγώντας τον· κοντά του, η λεπίδα ενός εγχειριδίου άστραφτε στο φως που χανόταν, ενώ πιο εκεί φευγαλέα έβλεπε σχοινιά έτοιμα να τον δέσουν. Η Μουαραίν, λιγνή, χωρίς να τον φτάνει ούτε ως τους ώμους, είχε μια έκφραση που ο Ραντ δεν είχε ξαναδεί στο πρόσωπό της. Φόβο. Ιδρωμένη, τον κέντριζε πιο σκληρά, προσπαθώντας να τον κάνει να πλησιάσει πιο γρήγορα το καπίστρι της Άμερλιν. Σκοτεινόφιλοι και Αποδιωγμένοι στις σκιές, το λουρί του Λευκού Πύργου μπροστά του, η Μουαραίν πίσω του. Ξέφυγε από το ραβδί της Μουαραίν και το έβαλε στα πόδια.

«Είναι πολύ αργά για να το σκάσεις», του φώναξε αυτή πίσω του, αλλά ο Ραντ έπρεπε να γυρίσει πίσω. Πίσω.

Μουρμουρίζοντας, σφάδασε στο κρεβάτι του κι ύστερα έμεινε ασάλευτος, ανασαίνοντας πιο εύκολα για μια στιγμή.

Ήταν στο Νεροδάσος, στο χωριό του. Οι γερτές ακτίνες του ήλιου έπεφταν μέσα από τα δέντρα και έκαναν τη λιμνούλα μπροστά του να λαμπυρίζει. Τα βράχια στην εδώ άκρη της λιμνούλας είχαν πράσινα βρύα, ενώ τριάντα βήματα πιο πέρα, στην άλλη άκρη, υπήρχαν λίγα αγριολούλουδα. Σ' αυτό το μέρος, όταν ήταν παιδί, είχε μάθει να κολυμπάει.

«Γιατί δεν κολυμπάς τώρα;»

Στριφογύρισε ξαφνιασμένος. Μπροστά του στεκόταν η Μιν, χαμογελώντας του. Φορούσε ένα αγορίστικο σακάκι και ένα φαρδύ παντελόνι, ενώ πλάι της είχε την Ηλαίην, με χρυσοκόκκινες μπούκλες και πράσινη, μεταξωτή τουαλέτα, που ταίριαζε στο παλάτι της μητέρας της.

Αυτή που είχε μιλήσει ήταν η Μιν, όμως η Ηλαίην πρόσθεσε: «Τα νερά φαίνονται πολύ ευχάριστα, Ραντ. Εδώ δεν θα μας ενοχλήσει κανείς».