Выбрать главу

«Ξέρω εγώ», έκανε αυτός αργά. Η Μιν τον διέκοψε, πλέκοντας τα δάχτυλά της στο σβέρκο του και πατώντας στις μύτες των ποδιών της για να σηκωθεί και να τον φιλήσει.

Επανέλαβε τα λόγια της Ηλαίην μ' ένα απαλό γουργούρισμα. «Εδώ δεν θα μας ενοχλήσει κανείς». Έκανε πίσω, πέταξε το σακάκι της κι ύστερα καταπιάστηκε με τα κορδόνια που έδεναν το πουκάμισό της.

Ο Ραντ είχε μείνει να την κοιτάζει και η έκπληξή του έγινε ακόμα πιο έντονη, όταν κατάλαβε ότι ο μανδύας της Ηλαίην κείτονταν στο γεμάτο βρύα έδαφος. Η Κόρη-Διάδοχος είχε σκύψει και με τα χέρια χιαστί ύψωνε την πουκαμίσα της, τραβώντας την από το στρίφωμα.

«Τι κάνεις;» ζήτησε ο Ραντ να μάθει με πνιγμένη φωνή.

«Ετοιμάζομαι να πάμε μαζί για κολύμπι», αποκρίθηκε η Μιν.

Η Ηλαίην του άστραψε ένα χαμόγελο και έβγαλε την πουκαμίσα από το κεφάλι.

Αυτός γύρισε βιαστικά την πλάτη, αν και ένα μέρος του αρνιόταν να το κάνει. Βρέθηκε, όμως, να κοιτάζει την Εγκουέν, με τα μεγάλα γαλανά μάτια της να τον περιεργάζονται λυπημένα. Δίχως να πει λέξη, γύρισε και χάθηκε ανάμεσα στα δέντρα.

«Στάσου!» φώναξε αυτός πίσω της. «Μπορώ να σου εξηγήσω».

Άρχισε να τρέχει· έπρεπε να τη βρει. Όταν όμως έφτασε στα δέντρα, τον σταμάτησε η φωνή της Μιν.

«Μην πας, Ραντ».

Η Μιν και η Ηλαίην ήταν ήδη στο νερό και μόνο τα κεφάλια τους φαίνονταν, καθώς κολυμπούσαν τεμπέλικα στη μέση της λιμνούλας.

«Γύρνα πίσω», τον κάλεσε η Ηλαίην, σηκώνοντας το λεπτό χέρι της για να του κάνει νόημα. «Έτσι για αλλαγή, δεν δικαιούσαι να βρεις αυτό που θέλεις;»

Αυτός ανασάλεψε τα πόδια του, θέλοντας να προχωρήσει αλλά μην ξέροντας προς ποια κατεύθυνση. Μην ξέροντας τι ήθελε. Τα λόγια ηχούσαν παράξενα. Τι ήθελε; Έφερε το χέρι στο πρόσωπό του, για να σκουπίσει κάτι που έμοιαζε με ιδρώτα. Η μισοσαπισμένη σάρκα είχε σχεδόν σβήσει τον ερωδιό που ήταν αποτυπωμένος στο δέρμα του· τα κοκκινωπά χάσματα άφηναν τα λευκά οστά να φανούν.

Μ' ένα τίναγμα ξύπνησε κι έμεινε ξαπλωμένος στο κρεβάτι, να τρέμει στο σκοτάδι και τη ζέστη. Ο ιδρώτας είχε μουσκέψει τα ασπρόρουχά του, καθώς και τα λινά σεντόνια κάτω από την πλάτη του. Το πλευρό του έκαιγε στο σημείο που υπήρχε μια παλιά λαβωματιά, η οποία ποτέ δεν είχε επουλωθεί σωστά. Ψηλάφισε την τραχιά ουλή, έναν κύκλο με άνοιγμα σχεδόν τρεις πόντους. Ακόμα και η Θεραπεία, η ικανότητα των Άες Σεντάι που είχε η Μουαραίν, δεν είχε καταφέρει να τη γιατρέψει τελείως. Αλλά ακόμα δεν σάπισα. Ούτε και τρελάθηκα. Όχι ακόμα. Όχι ακόμα. Αυτό τα έλεγε όλα. Του ήρθε να γελάσει κι αναρωτήθηκε αν αυτό σήμαινε ότι ήταν ήδη λιγάκι τρελός.

Το ότι ονειρευόταν τη Μιν και την Ηλαίην, ότι τις ονειρευόταν μ' αυτό τον τρόπο... Μπορεί να μην ήταν τρέλα, αλλά σίγουρα ήταν χαζομάρα. Δεν τον κοίταζαν έτσι στον ξύπνιο τους. Η Εγκουέν ― μ' αυτή σχεδόν τους είχαν αρραβωνιάσει όταν ήταν κι οι δυο παιδιά. Μπορεί να μην είχαν πει τα λόγια του αρραβώνα μπροστά στον Κύκλο των Γυναικών, όμως όλοι στο Πεδίο του Έμοντ, κι ακόμα παραπέρα, ήξεραν ότι κάποια μέρα οι δυο τους θα παντρεύονταν.

Αυτή η μέρα φυσικά δεν θα ερχόταν ποτέ· τώρα πια όχι, με τη μοίρα που έμελλε να βρει τον άντρα που διαβιβάζει. Πρέπει να το είχε καταλάβει και η ίδια η Εγκουέν. Πρέπει. Αυτό που την απασχολούσε ήταν πώς θα γινόταν Άες Σεντάι. Οι γυναίκες, πάντως, ήταν παράξενα πλάσματα· μπορεί να πίστευε ότι θα γινόταν Άες Σεντάι και ταυτοχρόνως θα τον παντρευόταν, είτε ο Ραντ διαβίβαζε είτε όχι. Πώς μπορούσε να της πει ότι δεν ήθελε πια να την παντρευτεί, ότι την αγαπούσε σαν αδελφή; Μα ήταν σίγουρος ότι δεν θα χρειαζόταν να της το πει. Θα κρυβόταν πίσω από τη φύση του. Η Εγκουέν σίγουρα αυτό θα το καταλάβαινε. Ποιος άντρας θα ζητούσε από μια γυναίκα να τον παντρευτεί, ξέροντας ότι, στην καλύτερη περίπτωση κι αν ήταν τυχερός, είχε λίγα μόνο χρόνια πριν τρελαθεί, πριν αρχίσει να σαπίζει ζωντανός; Παρά τη ζέστη, ανατρίχιασε.

Έχω ανάγκη από ύπνο. Οι Υψηλοί Άρχοντες θα ξαναγύριζαν το πρωί και θα μηχανεύονταν τεχνάσματα για να κερδίσουν την εύνοιά του. Την εύνοια του Αναγεννημένου Δράκοντα. Ίσως αυτή τη φορά να μην ονειρευτώ. Έκανε να γυρίσει στο πλάι, ψάχνοντας στα σεντόνια να βρει κάποιο στεγνό σημείο ― και μαρμάρωσε, καθώς άκουσε μικρά θροίσματα στο σκοτάδι. Δεν ήταν μόνος του.

Το Σπαθί Που Δεν Είναι Σπαθί βρισκόταν στην άλλη άκρη του δωματίου, μακριά από τα χέρια του, σε ένα στήριγμα όμοιο με θρόνο, το οποίο του είχαν δώσει οι Υψηλοί Αρχοντες με την ελπίδα ότι, αναμφίβολα, εκεί θα έβαζε το Καλαντόρ ώστε να μην είναι αναγκασμένοι να το βλέπουν. Κάποιος πάει να κλέψει το Καλαντόρ. Μια δεύτερη σκέψη του ήρθε στο νου. Ή να σκοτώσει τον Αναγεννημένο Δράκοντα. Δεν χρειαζόταν τις ψιθυριστές προειδοποιήσεις του Θομ για να καταλάβει ότι οι δηλώσεις αιώνιας πίστης των Υψηλών Αρχόντων δεν ήταν παρά λόγια ανάγκης.