Αδειασε το μυαλό του από σκέψεις και συναισθήματα, περιβλήθηκε το Κενό· αυτό το έκανε δίχως κόπο. Αιωρήθηκε στο ψυχρό χάσμα εντός του, με τις σκέψεις και τα συναισθήματα απ' έξω, και ανοίχτηκε στην Αληθινή Πηγή. Αυτή τη φορά την άγγιξε εύκολα, κάτι που δεν συνέβαινε πάντοτε.
Το σαϊντίν τον γέμισε σαν χείμαρρος από λευκή πυρά και φως, λαμπρύνοντάς τον με ζωή, αρρωσταίνοντάς τον με τη βδελυρότητα του μιάσματος του Σκοτεινού, σαν στρώμα από απόβλητα που επέπλεαν πάνω σε καθαρό, γλυκό νερό. Ο χείμαρρος απείλησε να τον παρασύρει, να τον κάψει, να τον κατακλύσει.
Πολέμησε την πλημμύρα και τη δάμασε ασκώντας μόνο τη βούλησή του. Κύλησε στο κρεβάτι, διαβιβάζοντας τη Μία Δύναμη καθώς σηκωνόταν όρθιος, για να πάρει τη στάση της ξιφομαχίας που λεγόταν Ανθοί Μηλιάς στον Άνεμο. Οι εχθροί του σίγουρα δεν ήταν πολλοί, αλλιώς θα είχαν κάνει μεγαλύτερη φασαρία· η στάση με το πράο όνομα χρησιμοποιούνταν εναντίον περισσοτέρων του ενός αντιπάλου.
Τη στιγμή που τα πόδια του άγγιξαν το χαλί, ένα σπαθί βρέθηκε στα χέρια του· είχε μακριά λαβή και μια ελαφρώς κυρτή λεπίδα, που είχε μόνο μία κόψη. Έμοιαζε καμωμένη από φλόγα, αλλά δεν ήταν καθόλου ζεστή. Η φιγούρα ενός ερωδιού πρόβαλε μαύρη κόντρα στο κιτρινοκόκκινο χρώμα της λεπίδας. Την ίδια στιγμή, όλα τα κεριά και οι επίχρυσες λάμπες φωτίστηκαν απότομα, ενώ τα καθρεφτάκια που ήταν βαλμένα πίσω τους πολλαπλασίαζαν το φως. Οι μεγαλύτεροι καθρέφτες στους τοίχους, καθώς και δύο ακόμα σε ανεξάρτητα στηρίγματα, το αντανακλούσαν ακόμα περισσότερο, ώσπου στο τέλος ήταν τόσο άπλετο, που ο Ραντ θα μπορούσε να διαβάσει άνετα οπουδήποτε μέσα στη μεγάλη αίθουσα.
Το Καλαντόρ ήταν απείραχτο: ένα σπαθί που έμοιαζε φτιαγμένο από γυαλί, τόσο η λαβή όσο και η λεπίδα, σε ένα στήριγμα ψηλό, σαν άνθρωπος, και με αντίστοιχο φάρδος, του οποίου το ξύλο ήταν περίτεχνα σκαλισμένο και επιχρυσωμένο και είχε ενσφηνωμένα πολύτιμα πετράδια. Τα έπιπλα ήταν κι αυτά επιχρυσωμένα και γεμάτα πετράδια: το κρεβάτι, οι καρέκλες, οι πάγκοι, οι ντουλάπες και τα σεντούκια. Στο τραπεζάκι του νιπτήρα υπήρχαν μια κανάτα και μια λεκάνη από χρυσή πορσελάνη των Θαλασσινών, λεπτή σαν φύλλο. Το φαρδύ Ταραμπονέζικο χαλί, με πορφυρές, χρυσές και γαλάζιες διακοσμητικές σπείρες, κόστιζε τόσο που θα μπορούσε να θρέψει ένα ολόκληρο χωριό για μήνες. Σχεδόν σε κάθε επίπεδη επιφάνεια υπήρχαν κι άλλες ντελικάτες πορσελάνες των Θαλασσινών, ή χρυσά κύπελλα, γαβάθες και διακοσμητικά, όλα στολισμένα με ασήμι και χρυσάφι. Στην πλατιά, μαρμάρινη κορνίζα του τζακιού, δύο ασημένιοι λύκοι με ρουμπινιά μάτια αγωνίζονταν να ρίξουν ένα χρυσό ελάφι σχεδόν ένα μέτρο ψηλό. Στα στενά παράθυρα κρέμονταν κουρτίνες από άλικο μετάξι με χρυσοκεντημένους αετούς και ανέμιζαν αλαφρά στον άνεμο που κόπαζε. Όπου υπήρχε χώρος βρίσκονταν βιβλία ντυμένα με δέρμα ή με ξύλο, ενώ μερικά ήταν κουρελιασμένα και ακόμα σκονισμένα από τα βαθύτερα ράφια της βιβλιοθήκης της Πέτρας.
Τώρα, εκεί που περίμενε να δει ασασίνους ή κλέφτες, στη μέση του δωματίου στεκόταν διστακτική και έκπληκτη μια πανέμορφη νεαρή γυναίκα με μαύρα μαλλιά, που χύνονταν με αστραφτερά κύματα στους ώμους της. Η ψιλή, λευκή ρόμπα της τόνιζε περισσότερα απ' όσα έκρυβε. Η Μπερελαίν, η Αρχόντισσα της πόλης-κράτους του Μαγιέν, ήταν το τελευταίο άτομο που περίμενε να δει ο Ραντ.
Στην αρχή αναπήδησε γουρλώνοντας τα μάτια, αλλά ύστερα έκανε μια βαθιά γονυκλισία όλο χάρη, η οποία έκανε τα ρούχα να κολλήσουν πάνω της. «Είμαι άοπλη, Άρχοντα Δράκοντά μου. Παραδίνομαι στην ερευνά σου, αν αμφιβάλλεις». Το χαμόγελό της ξαφνικά τον έκανε να συνειδητοποιήσει με αμηχανία ότι φορούσε μόνο τα ασπρόρουχά του.
Που να καώ, δεν θα με κάνει να τρέξω για να σκεπαστώ. Η σκέψη αιωρήθηκε πέρα από το Κενό. Δεν της ζήτησα να έρθει να με βρει. Να μπει στα κρυφά! Ο θυμός και η αμηχανία επίσης αιωρήθηκαν στις παρυφές του κενού, αλλά πάντως το πρόσωπό του κοκκίνισε· το αντιλαμβανόταν αμυδρά, όπως αντιλαμβανόταν ότι η συνειδητοποίηση αυτή έκανε τα μάγουλά του να κοκκινίσουν ακόμα περισσότερο. Ήταν τόσο παγερή η γαλήνη μέσα στο Κενό· έξω... Ένιωθε χωριστά κάθε σταγόνα του ιδρώτα του να κυλά στο στέρνο και τη ράχη του. Η πεισματάρικη βούληση του χρειάστηκε να μοχθήσει πολύ για να τον κάνει να παραμείνει εκεί, μπροστά στο βλέμμα της. Να την ψάξω, είπε; Το Φως να με φυλάει!
Χαλάρωσε και άφησε το σπαθί να χαθεί, αλλά διατήρησε τη λεπτή ροή που τον ένωνε με το σαϊντίν. Ήταν σαν να έπινε από μια τρύπα σ' ένα φράγμα τη στιγμή που ολόκληρος ο όγκος της γης ήθελε να υποχωρήσει και το νερό ήταν γλυκό, σαν μελωμένο κρασί, και αηδιαστικό, σαν ρυάκι που κυλούσε ανάμεσα σε κοπριές.