Ο Ραντ, ξαφνιάζοντας τον εαυτό του, αναστέναξε μετανιωμένος. Είχε μια λάμψη το βλέμμα της, μια μικρή αλλαγή έκφρασης, που γρήγορα χάθηκε, όταν είχε αναφέρει τα περί παντρειάς με τον Αναγεννημένο Δράκοντα. Μπορεί η Μπερελαίν να μην το είχε σκεφτεί πριν, αλλά τώρα ήταν στη σκέψη της. Με τον Αναγεννημένο Δράκοντα, όχι με τον Ραντ αλ'Θόρ· με τον άντρα της προφητείας, όχι με το βοσκό από τους Δυο Ποταμούς. Ο Ραντ δεν είχε ξαφνιαστεί, όχι ακριβώς· κάποιες κοπέλες στο χωριό γλυκοκοίταζαν όποιον ήταν γρηγορότερος ή δυνατότερος στα αγωνίσματα, όταν γιόρταζαν το Μπελ Τάιν ή τη Μέρα του Ήλιου, και μερικές φορές κάποια γυναίκα κυνηγούσε τον άντρα που είχε το πιο καρπερό χωράφι ή το πιο μεγάλο κοπάδι. Θα ήταν ωραίο αν ήθελε τον Ραντ αλ'Θόρ. «Είναι ώρα να πηγαίνεις, Αρχόντισσά μου», της είπε χαμηλόφωνα.
Εκείνη ζύγωσε κοντύτερα. «Νιώθω το βλέμμα σου πάνω μου, Ραντ». Η φωνή της ήταν υπερβολικά θερμή. «Δεν είμαι καμιά χωριατοπούλα δεμένη στην ποδιά της μητέρας της και ξέρω ότι θέλεις —»
«Νομίζεις ότι είμαι φτιαγμένος από πέτρα, γυναίκα;» Εκείνη τινάχτηκε ακούγοντας το βρυχηθμό του, αλλά την αμέσως επόμενη στιγμή διέσχιζε το χαλί και άπλωνε τα χέρια της προς το μέρος του, με τα μάτια της σαν σκοτεινές λιμνούλες που μπορούσαν να τραβήξουν έναν άντρα στα βάθη τους.
«Τα μπράτσα σου μοιάζουν φτιαγμένα από πέτρα. Αν νομίζεις ότι πρέπει να μου φερθείς σκληρά, τότε φέρσου σκληρά, αρκεί να με αγκαλιάζεις». Τα χέρια της άγγιξαν το πρόσωπό του· από τα δάχτυλά της φάνηκαν να τινάζονται σπίθες.
Εκείνος, δίχως να το σκεφτεί, διαβίβασε τις ροές που ήταν ακόμα ενωμένες μαζί του και ξαφνικά η Μπερελαίν βρέθηκε να παραπατά προς τα πίσω με τα μάτια γουρλωμένα από την έκπληξη, σαν να την είχε σπρώξει ένας τοίχος από αέρα. Ο Ραντ συνειδητοποίησε ότι ήταν όντως αέρας· τις πιο πολλές φορές έκανε πράγματα που δεν καταλάβαινε. Τουλάχιστον, όταν είχε κάνει κάτι, ύστερα θυμόταν πώς μπορούσε να ξαναγίνει.
Ο αθέατος, κινούμενος τοίχος γέμισε κυματάκια το χαλί, παρασέρνοντας την πεταμένη ρόμπα της Μπερελαίν, μια μπότα που είχε βάλει ο Ραντ καθώς ξεντυνόταν και ένα κόκκινο, δερμάτινο σκαμνάκι, που στήριζε έναν ανοιγμένο τόμο της Ιστορίας της Πέτρας τον Δακρύου του Έμπαν Βάντες, καθώς την πίεζε στον τοίχο και την ακινητοποιούσε εκεί. Σε ασφαλή απόσταση, μακριά του. Έδεσε τη ροή —μόνο έτσι μπόρεσε να ονομάσει αυτό που έκανε― και δεν χρειαζόταν πια να διατηρεί το προστατευτικό πεδίο μόνος του. Για μια στιγμή μελέτησε αυτό που είχε κάνει, ώσπου στο τέλος ήταν σίγουρο ότι μπορούσε να το επαναλάβει. Φαινόταν χρήσιμο, ειδικά το δέσιμο.
Με τα μαύρα μάτια της ακόμα διάπλατα ανοιχτά, η Μπερελαίν ψηλάφισε τα όρια της αόρατης φυλακής της με τρεμάμενα χέρια. Το πρόσωπο της ήταν κατάλευκο, σαν το ψιλό, μεταξωτό νυχτικό της. Το σκαμνάκι, η μπότα και το βιβλίο κείτονταν στα πόδια της, μαζεμένα σωρός μαζί με τη ρόμπα.
«Μολονότι λυπάμαι γι' αυτό», της είπε, «δεν θα ξαναμιλήσουμε, παρά μόνο δημοσίως, Αρχόντισσά μου». Στ' αλήθεια λυπόταν. Παρά τα όποια κίνητρά της, ήταν καλλονή. Που να καώ, τι βλάκας που είμαι! Δεν ήξερε με ποια έννοια το έλεγε μέσα του ― επειδή είχε σκεφτεί την ομορφιά της ή επειδή την έδιωχνε; «Και μάλιστα καλά θα κάνεις να αναχωρήσεις για το Μαγιέν όσο το δυνατό νωρίτερα. Σου υπόσχομαι ότι το Δάκρυ δεν θα ξαναενοχλήσει το Μαγιέν. Έχεις το λόγο μου». Ήταν μια υπόσχεση που θα διαρκούσε μόνο όσο η ζωή του, ίσως μόνο όσο θα βρισκόταν στο Δάκρυ, αλλά έπρεπε να της προσφέρει κάτι. Έναν επίδεσμο για την πληγωμένη περηφάνια της, ένα δώρο για να την περισπάσει από το φόβο της.
Όμως ο φόβος της ήταν ήδη υπό έλεγχο, τουλάχιστον εξωτερικά. Το πρόσωπό της έδειχνε τιμιότητα και ευθύτητα, δεν επιχειρούσε πια να δείξει σαγηνευτικό. «Συγχώρεσέ με. Θάλασσα τα έκανα. Δεν σκόπευα να σε προσβάλω. Στη χώρα μου, η γυναίκα μπορεί να μιλά απροκάλυπτα στον άντρα, και αντιστρόφως. Ραντ, σίγουρα ξέρεις ότι είσαι όμορφος άντρας, ψηλός και δυνατός. Εγώ θα ήμουν φτιαγμένη από πέτρα αν δεν το έβλεπα και δεν το θαύμαζα. Σε παρακαλώ, μη με διώχνεις μακριά σου. Θα σε ικετέψω, αν αυτό επιθυμείς». Έπεσε στα γόνατα με μια ήρεμη κίνηση, σαν να χόρευε. Η έκφρασή της ακόμα έδειχνε ευθύτητα, σαν να ομολογούσε τα πάντα, από την άλλη μεριά όμως, καθώς γονάτιζε, είχε καταφέρει να τραβήξει ακόμα πιο πολύ τη νυχτικιά της, που τώρα ήταν έτοιμη να γλιστρήσει από πάνω της. «Σε παρακαλώ, Ραντ».
Αυτός, παρά το γεγονός ότι προστατευόταν στο κενό, την κοίταξε χάσκοντας κι αυτό δεν είχε σχέση με την ομορφιά της ή με το ότι ήταν σχεδόν ξεντυμένη. Μικρή σχέση, τέλος πάντων. Αν οι Υπερασπιστές της Πέτρας είχαν τη μισή αποφασιστικότητα της Μπερελαίν, το μισό πείσμα της για να πετύχουν το στόχο τους, τότε ούτε δέκα χιλιάδες Αελίτες δεν θα μπορούσαν να αλώσουν την Πέτρα.