Выбрать главу

«Νιώθω κολακευμένος, Αρχόντισσά μου», είπε διπλωματικά. «Πίστεψέ με, έτσι νιώθω. Αλλά δεν θα ήταν δίκαιο για σένα. Δεν μπορώ να σου δώσω αυτό που σου αξίζει». Ας το ερμηνεύσει όπως νομίζει.

Έξω στο σκοτάδι λάλησε ένας πετεινός.

Προς μεγάλη έκπληξη του Ραντ, η Μπερελαίν ξαφνικά κοίταξε αλλού με μάτια γουρλωμένα. Το στόμα της άνοιξε και τα νεύρα του λιγνού λαιμού της τεντώθηκαν από μια κραυγή που δεν έλεγε να βγει. Ο Ραντ γύρισε αμέσως από την άλλη και το κιτρινοκόκκινο σπαθί ξαναφάνηκε στα χέρια του.

Στην άλλη άκρη του δωματίου, ένας από τους καθρέφτες στα στηρίγματα του αντιγύρισε το είδωλο — είδε έναν ψηλό νεαρό με κοκκινωπά μαλλιά και γκρίζα μάτια, που φορούσε μόνο λινά ασπρόρουχα και κρατούσε ένα σπαθί καμωμένο από φωτιά. Η αντανάκλασή του δρασκέλισε τον καθρέφτη και βγήκε στο χαλί, υψώνοντας το σπαθί της.

Στ' αλήθεια τρελάθηκα. Η σκέψη αιωρήθηκε στα σύνορα του Κενού. Όχι! Το είδε κι αυτή. Είναι αληθινό.

Με την άκρη του ματιού του έπιασε μια κίνηση στα αριστερά. Γύρισε πριν το σκεφτεί και το σπαθί διέγραψε μια τροχιά στη στάση του Φεγγαριού Που Υψώνεται Πάνω Από Τα Νερά. Η λεπίδα έσκισε τη μορφή —τη μορφή του― που έβγαινε από έναν καθρέφτη στον τοίχο. Η μορφή τρεμούλιασε, διαλύθηκε σε κόκκους σκόνης στον αέρα και εξαφανίστηκε. Η αντανάκλαση του Ραντ εμφανίστηκε πάλι στον καθρέφτη και αμέσως έφερε τα χέρια στην κορνίζα. Ο Ραντ διέκρινε κινήσεις σ' όλους τους καθρέφτες του δωματίου.

Απεγνωσμένα, κάρφωσε τον καθρέφτη. Το επάργυρο γυαλί έγινε θρύψαλα, όμως φάνηκε σαν το είδωλο να είχε θρυμματιστεί πρώτο. Του φάνηκε ότι άκουσε ένα μακρινό ουρλιαχτό στο κεφάλι του, την ίδια τη φωνή του να ουρλιάζει, να σβήνει. Την ίδια στιγμή που τα θρύψαλα του καθρέφτη έπεφταν κάτω, ο Ραντ εξαπέλυσε τη Μία Δύναμη. Όλοι οι καθρέφτες του δωματίου εξερράγησαν σιωπηλά, πετώντας γυαλιά στο χαλί, σαν σιντριβάνια. Το ουρλιαχτό που έσβηνε στο μυαλό του ακούστηκε πολλές φορές, προκαλώντας ρίγη στη ραχοκοκαλιά του. Ήταν η δική του φωνή· δεν μπορούσε να πιστέψει ότι δεν έβγαζε ο ίδιος αυτούς τους ήχους.

Γύρισε ξανά για να αντικρίσει τη μορφή που είχε καταφέρει να βγει από τον καθρέφτη, ακριβώς πάνω στην ώρα για να αντιμετωπίσει την επίθεσή της, και το Άνοιγμα Της Βεντάλιας σταμάτησε τις Πέτρες Που Κατρακυλούν Στο Βουνό. Η μορφή πήδηξε προς τα πίσω και ξαφνικά ο Ραντ συνειδητοποίησε ότι δεν ήταν μόνη της. Παρ' όλο που είχε τσακίσει τους καθρέφτες πολύ γρήγορα, δύο ακόμα είδωλα είχαν καταφέρει να δραπετεύσουν. Τώρα στέκονταν μπροστά του τρία αντίγραφα του εαυτού του, πανομοιότυπα ακόμα και ως προς τη ζαρωμένη, στρογγυλή ουλή στο πλευρό του, που τον κοίταζαν με πρόσωπα αλλοιωμένα από το μίσος και την περιφρόνηση, που τον κοίταζαν με μια παράξενη πείνα. Μόνο τα μάτια τους έδειχναν άδεια, χωρίς ζωή. Πριν προλάβει να πάρει ανάσα, χίμηξαν πάνω του.

Ο Ραντ γύρισε στο πλάι, ενώ τα θρύψαλα από τους σπασμένους καθρέφτες του έσκιζαν τα πόδια. Γύριζε συνεχώς προς το πλάι, από τη μια στάση στην άλλη και από τη μια μορφή στην άλλη, προσπαθώντας να αντιμετωπίζει μόνο μία κάθε φορά. Χρησιμοποίησε ό,τι του είχε διδάξει για την ξιφασκία στην καθημερινή τους εξάσκηση ο Λαν, ο Πρόμαχος της Μουαραίν.

Αν οι τρεις πολεμούσαν σε συνεργασία, αν υποστήριζε ο ένας τον άλλο, τότε ο Ραντ θα είχε πεθάνει από το πρώτο λεπτό, όμως ο καθένας τον μαχόταν μονάχος του, λες κι οι άλλοι δεν υπήρχαν. Ακόμα κι έτσι, δεν κατάφερνε να αποκρούει πάντα τις λεπίδες τους· μέσα σε λίγα λεπτά το αίμα κυλούσε από τα μάγουλά του, από το στήθος του, από τα μπράτσα του. Η παλιά πληγή άνοιξε ξανά, βάφοντας τα ασπρόρουχά του κόκκινα. Δεν είχαν μόνο το πρόσωπό του, αλλά και την επιδεξιότητά του, ενώ ήταν τρεις κι αυτός ένας. Καρέκλες και τραπέζια αναποδογύριζαν· οι ανεκτίμητες πορσελάνες των Θαλασσινών έσπασαν σε χίλια κομμάτια στο χαλί.

Ένιωσε τη δύναμη του να χάνεται. Τα χτυπήματα που είχε δεχθεί δεν ήταν σημαντικά, με εξαίρεση την παλιά λαβωματιά, όμως όλες μαζί... Δεν σκέφτηκε καν να φωνάξει για βοήθεια τους Αελίτες έξω από την πόρτα του. Οι χοντροί τοίχοι θα έπνιγαν ακόμα και μια επιθανάτια κραυγή. Ό,τι και να γινόταν, έπρεπε να το κάνει μόνος. Συνέχισε να πολεμά, τυλιγμένος στην παγερή έλλειψη συναισθημάτων του Κενού, όμως ο φόβος έγδερνε τα όριά της, σαν κλαριά που ο άνεμος τα έριχνε να ξύνουν το παράθυρο μέσα στη νύχτα.

Η λεπίδα του διαπέρασε την άμυνα του αντιπάλου του και του έκοψε το πρόσωπο ακριβώς κάτω από τα μάτια —άθελά του, ο Ραντ μόρφασε· ήταν ίδιο του το πρόσωπο― αλλά ο αντίπαλός του οπισθοχώρησε σβέλτα για να αποφύγει το θανατηφόρο πλήγμα. Αίμα ανάβλυσε από την πληγή, γεμίζοντας το στόμα και το σαγόνι με το σκούρο άλικο υγρό, όμως το λαβωμένο πρόσωπο δεν άλλαξε έκφραση και τα άδεια μάτια του δεν έπαιξαν καν. Ο άλλος ήθελε τον Ραντ νεκρό με τον τρόπο που ο λιμασμένος ζητά φαΐ.