Выбрать главу

Μπορεί κάτι να τους σκοτώσει; Και οι τρεις αιμορραγούσαν από τις πληγές που τους είχε καταφέρει, αλλά η αιμορραγία δεν φαινόταν να επηρεάζει τις κινήσεις τους, ενώ οι δικές του κινήσεις επιβραδύνονταν. Προσπαθούσαν να αποφεύγουν το σπαθί του, όμως δεν φαινόταν να αντιλαμβάνονται ότι είχαν τραυματιστεί. Αν είναι τραυματισμένοι, σκέφτηκε απαισιόδοξα. Φως μου, αφού μπορούν να ματώσουν, μπορούν και να πληγωθούν! Πρέπει!

Χρειαζόταν μια ανάπαυλα, μια στιγμή για να ανασάνει, να συνέλθει. Ξαφνικά, πήδηξε μακριά τους, στο κρεβάτι, και έκανε μια τούμπα πάνω του. Περισσότερο ένιωσε παρά είδε τις λεπίδες να σχίζουν τα σεντόνια, μόλις ξαστοχώντας. Παραπατώντας, στάθηκε στα πόδια του και πιάστηκε από ένα τραπεζάκι για να στηριχτεί. Η λαμπερή, ασημένια γαβάθα με τα χρυσά στολίσματα στο τραπέζι τραντάχτηκε. Ένα από τα αντίγραφά του σκαρφάλωσε στο σχισμένο κρεβάτι, κλωτσώντας πούπουλα χήνας καθώς προχωρούσε επιφυλακτικά, με το σπαθί έτοιμο. Οι άλλοι δύο πήγαν αργά γύρω από το κρεβάτι, αγνοώντας και πάλι ο ένας τον άλλο, προσηλωμένοι μόνο στον Ραντ. Τα μάτια τους λαμπύριζαν σαν γυαλί.

Ο Ραντ ανατρίχιασε όταν ένιωσε έναν οξύ πόνο στο χέρι που κρατούσε το τραπέζι. Μια εικόνα του εαυτού του, ύψους το πολύ δέκα εκατοστών, τράβηξε το μικρό σπαθί της. Ενστικτωδώς, άρπαξε τη μορφή πριν προλάβει να τον καρφώσει ξανά. Αυτή σάλεψε στη λαβή του και του έδειξε τα δόντια της. Ο Ραντ διέκρινε μικρές κινήσεις σ' ολόκληρο το δωμάτιο, που προέρχονταν από τις δεκάδες αντανακλάσεις στα γυαλισμένα ασημικά. Το χέρι του πήρε να μουδιάζει, να παγώνει, λες και το πλάσμα αυτό ρουφούσε τη ζεστασιά από τη σάρκα του. Η κάψα του σαϊντίν φούσκωσε μέσα του· μια βουή γέμισε το κεφάλι του και η κάψα κύλησε στο παγωμένο χέρι του.

Ξαφνικά η μικρή μορφή έσκασε σαν σαπουνόφουσκα κι ο Ραντ ένιωσε να κυλά μέσα του ένα μέρος της χαμένης του δύναμης, από τη μορφή που είχε εκραγεί. Τινάχτηκε όταν ένιωσε να τον διαπερνούν μικρά κεντρίσματα ζωντάνιας.

Όταν σήκωσε το κεφάλι —απορώντας γιατί ακόμα δεν ήταν νεκρός― οι μικρές αντανακλάσεις που είχε μισοδεί, είχαν χαθεί. Οι τρεις μεγάλες έστεκαν τρεμουλιαστές, σαν να ήταν δική τους απώλεια η δύναμη που είχε κερδίσει. Όμως, όταν σήκωσε το βλέμμα, πάτησαν γερά στα πόδια τους και τον πλησίασαν πιο επιφυλακτικά.

Ο Ραντ οπισθοχώρησε, με τις σκέψεις να στριφογυρίζουν στο μυαλό του, ενώ το σπαθί του απειλούσε πότε τη μια μορφή και πότε την άλλη. Αν συνέχιζε να τις πολεμά όπως πριν, κάποια στιγμή θα τον σκότωναν. Όμως κάτι συνέδεε τις αντανακλάσεις. Το γεγονός ότι είχε απορροφήσει τη μικρή αντανάκλαση —η μακρινή σκέψη του έφερε ναυτία, όμως αυτό είχε κάνει, την είχε απορροφήσει― είχε παρασύρει και τις υπόλοιπες, κι επίσης είχε επηρεάσει τις μεγάλες, τουλάχιστον για μια στιγμή. Αν μπορούσε να επαναλάβει το ίδιο σε μια από τις μεγάλες μορφές, ίσως να τις κατέστρεφε όλες.

Ακόμα και η σκέψη ότι θα τις απορροφούσε, τον έκανε να νιώσει αμυδρά ότι του ερχόταν εμετός, αλλά δεν ήξερε τι άλλο να κάνει. Δεν ξέρω πώς γίνεται. Πώς το έκανα; Φως μου, πώς το έκανα; Έπρεπε να παλέψει με μια τους, τουλάχιστον να την αγγίξει· με κάποιον τρόπο, ήταν σίγουρος γι' αυτό. Αλλά αν προσπαθούσε να τις ζυγώσει τόσο, θα τον διαπερνούσαν αμέσως τρεις λεπίδες. Αντανακλάσεις. Άραγε σε τι βαθμό είναι ακόμα αντανακλάσεις;

Ελπίζοντας να μη φερόταν ηλίθια —αλλιώς θα σκοτωνόταν― άφησε το σπαθί του να εξαφανιστεί. Ήταν έτοιμος να το επαναφέρει ακαριαία, όμως όταν εξαφανίστηκε η σμιλεμένη από φωτιά λεπίδα του, εξαφανίστηκαν και οι λεπίδες των υπόλοιπων. Για μια στιγμή, τα τρία αντίγραφα του προσώπου του —το ένα ματωμένο― φάνηκαν να σαστίζουν. Πριν όμως προλάβει να αρπάξει μια μορφή, όρμησαν πάνω του. Σωριάστηκαν και οι τέσσερις στο πάτωμα φύρδην μίγδην και κυλίστηκαν στο χαλί, που ήταν σπαρμένο με γυαλιά.

Η παγωνιά πλημμύρισε τον Ραντ. Ένα μούδιασμα απλώθηκε στα μέλη του, στα κόκαλά του, ώσπου στο τέλος σχεδόν δεν αισθανόταν τα γυαλάκια του καθρέφτη και τα συντρίμμια από τις πορσελάνες που έσκιζαν τη σάρκα του. Κάτι που έμοιαζε με πανικό πετάρισε στο κενό που τον περιέβαλλε. Μάλλον είχε κάνει ένα θανάσιμο σφάλμα. Οι αντανακλάσεις ήταν μεγαλύτερες από εκείνη που είχε απορροφήσει και αντλούσαν περισσότερη ζεστασιά από μέσα του. Κι όχι μόνο ζεστασιά. Καθώς πάγωνε, τα ανέκφραστα, γκρίζα μάτια, που ατένιζαν τα δικά του, ζωντάνεψαν. Με παγερή βεβαιότητα, κατάλαβε ότι αν πέθαινε, ο αγώνας δεν θα τελείωνε. Οι τρεις μορφές θα στρέφονταν η μια κατά της άλλης, ώσπου θα απέμενε μόνο μια μορφή κι αυτή θα είχε τη ζωή του, τις αναμνήσεις του, θα ήταν ο εαυτός του.