Η Κάιλι χαμογέλασε πλατιά, όμως τα μαύρα σαν τον οψιδιανό μάτια της δεν γελούσαν πάνω από τα χοντρά μάγουλα της. «Εσύ;»
Η Ισέντρε ένευσε αποφασιστικά. «Ένα μάρκο της Ταρ Βάλον», της είπε. Η φωνή της ήταν σαν από σίδερο. «Θα φροντίσω να έχεις ένα μάρκο της Ταρ Βάλον όταν σε αφήσω. Θα ήθελα μόνο να σε δω να προσπαθείς να το πιεις». Γύρισε την πλάτη και πήγε στην πρώτη άμαξα, χωρίς καθόλου να λικνίζεται μαυλιστικά, και χώθηκε μέσα.
Η Κάιλι την παρακολουθούσε με το στρογγυλό της πρόσωπο ανέκφραστο, ώσπου έκλεισε η άσπρη πόρτα και μετά, ξαφνικά, στράφηκε στον Ματ, που ήταν έτοιμος να απομακρυνθεί διακριτικά. «Ελάχιστοι άντρες έχουν απορρίψει κάποια προσφορά μου έστω και μια φορά, πόσο μάλλον δύο. Πρόσεξε να μην κάνω κάτι γι' αυτό. Γελώντας, του τσίμπησε το μάγουλο με τα παχουλά δάχτυλα της τόσο δυνατά, που το πρόσωπό του συσπάστηκε. Μετά στράφηκε προς την κατεύθυνση του Ραντ. «Πες του, Άρχοντα Δράκοντα. Έχω την αίσθηση ότι ξέρεις πόσο επικίνδυνο είναι να περιφρονείς μια γυναίκα. Η μικρούλα η Αελίτισσα που σε ακολουθεί αγριοκοιτάζοντας. Άκουσα ότι ανήκεις σε μια άλλη. Ίσως να νιώθει περιφρονημένη».
«Αμφιβάλλω, κυρά», της είπε ξερά. «Η Αβιέντα θα μου κάρφωνε το μαχαίρι στα πλευρά, αν πίστευε ότι κάνω τέτοιες σκέψεις γι' αυτήν».
Η ογκώδης γυναίκα γέλασε τρανταχτά. Ο Ματ μόρφασε καθώς άπλωνε πάλι το χέρι της, αλλά αυτή τη φορά απλώς του χάιδεψε το μάγουλο που του είχε τσιμπήσει πριν. «Βλέπεις, καλέ μου κύριε; Όταν περιφρονείς την προσφορά μιας γυναίκας, υπάρχει περίπτωση να μη δώσει σημασία, αλλά» —έκανε μια κοφτή κίνηση, σαν να λόγχιζε― «υπάρχει και το μαχαίρι. Ένα μάθημα για όλους τους άντρες. Έτσι, Άρχοντα Δράκοντα;» Λαχανιασμένη από το γέλιο, έφυγε βιαστικά για να επιβλέψει τους άντρες που περιποιούνταν τα μουλάρια.
Ο Ματ έτριψε το μάγουλό του. «Είναι όλες τρελές», μουρμούρισε πριν φύγει κι αυτός. Δεν σταμάτησε, όμως, να κυνηγά την Ισέντρε.
Έτσι είχε η κατάσταση έντεκα μέρες τώρα, μπαίνοντας στη δωδέκατη, εκεί στην κατάξερη, ψημένη γη. Δυο φορές είδαν κι άλλα καταφύγια ― μικρά, πέτρινα κτίρια σαν το Ίμρε Σταντ, σε σημεία που πρόσφεραν εύκολη άμυνα, κολλημένα στην απόκρημνη πλαγιά ενός μυτερού βράχου ή ενός μπιούτ. Το ένα είχε πάνω από τριακόσια πρόβατα, καθώς και ανθρώπους που ξαφνιάστηκαν εξίσου μαθαίνοντας για τον Ραντ και για τους Τρόλοκ στην Τρίπτυχη Γη. Το άλλο ήταν άδειο· δεν είχε δεχτεί επιδρομή, απλώς δεν το χρησιμοποιούσαν. Αρκετές φορές ο Ραντ διέκρινε κατσίκια, πρόβατα ή άσπρα γελάδια με μακριά κέρατα στο βάθος. Η Αβιέντα είπε ότι τα κοπάδια ανήκαν σε κοντινά φρούρια φυλών, αλλά ο Ραντ δεν έβλεπε ανθρώπους, ούτε και κάποιο κτίσμα που να αξίζει το όνομα φρούριο.
Κι ήρθε η δωδέκατη μέρα, με τις χοντρές φάλαγγες των Τζίντο και των Σάιντο δεξιά κι αριστερά από την ομάδα των Σοφών, τις άμαξες των πραματευτών να προχωρούν και να τραντάζονται, την Κάιλι και τον Νατάελ να τσακώνονται, και την Ισέντρε να κοιτάζει τον Ραντ από την αγκαλιά του Καντίρ.
«...κι έτσι είναι, λοιπόν», είπε η Αβιέντα νεύοντας. «Σίγουρα τώρα καταλαβαίνεις τι θα πει στεγοκυρά».
«Όχι ακριβώς», παραδέχτηκε ο Ραντ. Συνειδητοποίησε ότι εδώ και κάποια ώρα άκουγε τον ήχο της φωνής της, όχι τα λόγια της. «Είμαι βέβαιος, όμως, ότι όλα κυλούν ομαλά».
Εκείνη τον κοίταξε και μούγκρισε. «Όταν παντρευτείς», είπε με σφιγμένη φωνή, «με τους Δράκοντες στα χέρια να αποδεικνύουν το αίμα σου, θα ακολουθήσεις αυτό το αίμα ή θα απαιτήσεις να είναι δικά σου όλα, εκτός από το φόρεμα που φορά η σύζυγος σου, σαν απολίτιστος υδρόβιος;»
«Δεν είναι καθόλου έτσι», διαμαρτυρήθηκε αυτός, «και οι γυναίκες από τα μέρη μου θα έδερναν τον άντρα που θα το σκεφτόταν αυτό. Και τέλος πάντων, δεν νομίζεις ότι αυτό αφορά εμένα και όποια αποφασίσω να παντρευτώ;» Αυτή τον κοίταξε ακόμα πιο άγρια ― αν κάτι τέτοιο ήταν δυνατό.
Προς μεγάλη ανακούφιση του Ραντ, ο Ρούαρκ ήρθε τρέχοντας από την εμπροσθοφυλακή των Τζίντο. «Φτάσαμε», ανακοίνωσε ο Αελίτης με ένα χαμόγελο. «Το Φρούριο της Κρυόπετρας».
49
Το Φρούριο Της Κρυόπετρας
Ο Ραντ κοίταξε ολόγυρα συνοφρυωμένος. Ένα μίλι μπροστά έβλεπε ένα σφιχτό σύμπλεγμα από ψηλά, απόκρημνα μπιούτ, ή ίσως ένα πελώριο μπιούτ, που έχασκε όλο ρωγμές. Στα αριστερά του απλώνονταν σκληρό χορτάρι και άφυλλα, αγκαθωτά φυτά, σκόρπιοι αγκαθωτοί θάμνοι και κοντά δέντρα, που διέσχιζαν ξερούς λόφους και ανώμαλους ξεροπόταμους και συνέχιζαν πέρα από πελώριες, τραχιές, βραχώδεις στήλες, ως τα οδοντωτά βουνά στον ορίζοντα, Στα δεξιά η περιοχή ήταν ίδια, μόνο που ο σκασμένος, κιτρινωπός πηλός ήταν πιο επίπεδος και τα βουνά πιο χαμηλά. Θα μπορούσε να είναι οποιοδήποτε σημείο της Ερημιάς που είχαν περάσει φεύγοντας από το Τσήνταρ.