Выбрать главу

«Πού;» ρώτησε.

Ο Ρούαρκ κοίταξε την Αβιέντα, που κοίταζε τον Ραντ σαν να του είχε σαλέψει. «Έλα, να σου δείξουν τα μάτια σου την Κρυόπετρα». Ο αρχηγός φατρίας έριξε το σούφα του στους ώμους και έτρεξε με γυμνό κεφάλι προς το ραγισμένο, βραχώδες τείχο, μπροστά τους.

Οι Σάιντο είχαν ήδη σταματήσει, τριγυρνούσαν και έστηναν τις σκηνές. Ο Χάιρν και οι Τζίντο ακολούθησαν τον Ρούαρκ τρέχοντας μαζί με τα φορτωμένα μουλάρια του, ξεσκεπάζοντας τα κεφάλια, κραυγάζοντας άναρθρα, ενώ οι Κόρες, που συνόδευαν τους πραματευτές, φώναξαν στους αμαξάδες να κάνουν γρήγορα και να ακολουθήσουν τους Τζίντο. Μια Σοφή ανασήκωσε τη φούστα ως τα γόνατα και έτρεξε να βρει τον Ρούαρκ —του Ραντ του φάνηκε ότι ήταν η Άμυς, από τα ανοιχτόχρωμα μαλλιά· σίγουρα η Μπάιν δεν μπορούσε να τρέξει τόσο σβέλτα― όμως οι υπόλοιπες στην ομάδα των Σοφών συνέχισαν με τον ίδιο ρυθμό. Για μια στιγμή η Μουαραίν φάνηκε έτοιμη πάει στον Ραντ, αλλά μετά δίστασε και έμεινε να τσακώνεται με μια άλλη Σοφή, με τα μαλλιά ακόμα κρυμμένα στην εσάρπα της. Τέλος, η Άες Σεντάι έφερε τη λευκή φοράδα της πλάι στο γκρίζο άλογο της Εγκουέν και το μαύρο του Λαν, λίγο πιο μπροστά από τους γκαϊ'σάιν με τις λευκές ρόμπες, οι οποίοι τραβούσαν τα φορτωμένα ζώα. Ακολουθούσαν, όμως, τον Ρούαρκ και τους άλλους.

Ο Ραντ έσκυψε για να προσφέρει το χέρι στην Αβιέντα. Εκείνη κούνησε το κεφάλι. «Αφού κάνουν τόση φασαρία, δεν θα μπορώ να σε ακούω εκεί κάτω. Για σκέψου να κάνω κανένα ανόητο λάθος, επειδή δεν θα έχω ακούσει τι λες;» της είπε.

Μουρμουρίζοντας μέσα από τα δόντια της, κοίταξε τις Κόρες γύρω από τις άμαξες των πραματευτών και μετά αναστέναζε και έπιασε το χέρι του. Αυτός τη σήκωσε, αγνοώντας την αγανακτισμένη κραυγή της, και τη γύρισε για να την ανεβάσει στον Τζήντ'εν πίσω του. Κάθε φορά που έκανε να ανέβει μόνη της, κόντευε να τον ρίξει από τη σέλα. Της έδωσε μια στιγμή για να σιάξει τη βαριά φούστα της —δεν είχε αποκαλύψει πολύ τα πόδια της, είχε σηκωθεί λίγο πιο πάνω από το σημείο που σταματούσαν οι μαλακές μπότες της, οι οποίες έφταναν ως τα γόνατα― και μετά σπιρούνισε το άλογο να καλπάσει. Ήταν η πρώτη φορά που η Αβιέντα πήγαινε τόσο γρήγορα· τον αγκάλιασε νευρικά από τη μέση και κόλλησε πάνω του.

«Μη με γελοιοποιήσεις μπροστά στις αδελφές μου, υδρόβιε», γρύλισε προειδοποιητικά στην πλάτη του.

«Γιατί να γελοιοποιηθείς; Έχω δει την Μπάιρ, την Άμυς και τις άλλες να πηγαίνουν καβάλα μερικές φορές πίσω από τη Μουαραίν ή την Εγκουέν για να μιλήσουν».

«Δέχεσαι πιο εύκολα από μένα τις αλλαγές, Ραντ αλ'Θόρ», του είπε έπειτα από λίγο. Αυτός δεν ήξερε πώς να πάρει τα λόγια της.

Όταν πλησίασε τον Ρούαρκ, τον Χάιρν και την Άμυς, λίγο πιο μπροστά από τους Τζίντο, που ακόμα κραύγαζαν, ξαφνιάστηκε βλέποντας τον Κουλάντιν να τρέχει άνετα λίγο πιο πέρα, με τα πυρόξανθα μαλλιά χωρίς κάλυμμα. Η Αβιέντα κατέβασε το σούφα του Ραντ στους ώμους του. «Όταν μπαίνεις σε ένα οχυρό, το πρόσωπό σου πρέπει να είναι αποκαλυμμένο, για να φαίνεται. Σου το είπα. Και κάνε φασαρία. Μας έχουν δει από ώρα και ξέρουν ποιοι είμαστε, αλλά έτσι είναι το έθιμο, για να δείξεις ότι δεν πας να επιτεθείς αιφνιδιαστικά στο οχυρό».

Αυτός ένευσε, αλλά δεν άνοιξε το στόμα. Ούτε ο Ρούαρκ, ούτε οι άλλοι τρεις μαζί του φώναζαν, ούτε και η Αβιέντα. Εκτός αυτού, οι Τζίντο έκαναν τόσο σαματά, που θα τους άκουγαν από μίλια μακριά.

Ο Κουλάντιν γύρισε το κεφάλι προς τον Ραντ. Στο ηλιοκαμένο πρόσωπο φάνηκε η περιφρόνηση, και κάτι άλλο. Ο Ραντ είχε μάθει να περιμένει μίσος και απέχθεια, αλλά γέλιο; Τι του φαινόταν αστείο;

«Ο ανόητος ο Σάιντο», μουρμούρισε η Αβιέντα πίσω του. Μπορεί να είχε δίκιο· μπορεί το γέλιο να ήταν επειδή την έβλεπε να ιππεύει. Μα ο Ραντ δεν το πίστευε.

Ο Ματ ήρθε καλπάζοντας και σηκώνοντας ένα σύννεφο σκόνης, με το καπέλο χαμηλά και το δόρυ όρθιο στο σίδερο του αναβολέα, σαν λόγχη. «Τι είναι αυτό το μέρος, Ραντ;» ρώτησε με δυνατή φωνή, για να ακουστεί μέσα στην οχλοβοή. «Το μόνο που έλεγαν εκείνες οι γυναίκες ήταν “πιο γρήγορα, πιο γρήγορα”». Ο Ραντ του είπε και αυτός κοίταξε συνοφρυωμένος την ψηλή, βραχώδη πρόσοψη του μπιούτ. «Μπορείς να το υπερασπίζεσαι χρόνια, αν έχεις προμήθειες, αλλά δεν συγκρίνεται με την Πέτρα, ή με το Τόρα Χάραντ».

«Τόρα τι;» είπε ο Ραντ.

Ο Ματ κούνησε κυκλικά τους ώμους πριν απαντήσει. «Απλώς κάτι που είχα ακούσει κάποτε». Πάτησε στους αναβολείς για να κοιτάξει το καραβάνι των αμαξών πάνω από τα κεφάλια των Τζίντο. «Τουλάχιστον είναι ακόμα μαζί μας. Αναρωτιέμαι πότε θα τελειώσουν να φύγουν».