«Όχι πριν από το Άλκαιρ Νταλ. Ο Ρούαρκ λέει ότι κάνουν κάτι σαν γιορτή όποτε συναντιούνται οι αρχηγοί φατριών, ακόμα κι αν είναι μόνο δυο ή τρεις. Τώρα που έρχονται δώδεκα, δεν φαντάζομαι ότι ο Καντίρ και η Κάιλι θα θέλουν να τη χάσουν».
Ο Ματ δεν φάνηκε να χαίρεται με το νέο.
Ο Ρούαρκ τους οδήγησε κατευθείαν στην πλατύτερη ρωγμή του απόκρημνου βράχου, δέκα ή δώδεκα βήματα στο πιο πλατύ σημείο του, στη σκιά των ψηλών, απότομων τοιχωμάτων του, που προχωρούσε όλο και πιο βαθιά και γινόταν σκοτεινή, και μάλιστα δροσερή, κάτω από μια κορδέλα ουρανού. Του φαινόταν παράξενο να είναι σε τόση σκιά. Οι άναρθρες φωνές των Αελιτών δυνάμωσαν, μεγεθυσμένες ανάμεσα στους γκρίζους τοίχους· όταν έπαψαν ξαφνικά, η σιωπή, που την έσπαζαν μόνο οι οπλές των μουλαριών και το τρίξιμο από τις ρόδες των αμαξών, έμοιαζε εκκωφαντική.
Πήραν άλλη μια στροφή και η ρωγμή ξάνοιξε απότομα κι έγινε πλατύ φαράγγι, μακρύ, σχεδόν ίσιο. Από κάθε πλευρά ξεπήδησαν στριγκοί αλαλαγμοί από εκατοντάδες γυναικεία στόματα. Ένα μεγάλο πλήθος είχε παραταχθεί στο δρόμο, γυναίκες με ογκώδεις φούστες και εσάρπες στο κεφάλι, άντρες που φορούσαν γκρίζα και καφετιά σακάκια και παντελόνια, τα καντιν'σόρ, και Κόρες του Δόρατος επίσης, που κουνούσαν τα χέρια για να τους καλωσορίσουν, χτυπώντας κατσαρόλες ή ό,τι άλλο έβρισκαν.
Ο Ραντ έμεινε με το στόμα ανοιχτό, κι όχι μόνο από το πανδαιμόνιο. Τα τοιχώματα του φαραγγιού ήταν πράσινα και είχαν στενούς αναβαθμούς, που ανέβαιναν ως τη μέση και από τις δύο πλευρές. Κατάλαβε ότι δεν ήταν όλα αναβαθμοί. Υπήρχαν μικρά σπίτια με επίπεδη στέγη, από γκρίζα πέτρα ή κίτρινο πηλό, που έμοιαζαν στοιβαγμένα το ένα πάνω στο άλλο, με δρομάκια που συστρέφονταν ανάμεσά τους, ενώ κάθε στέγη ήταν κι από ένας λαχανόκηπος με φασόλια και κολοκύθες» πιπεριές, πεπόνια και φυτά άγνωστα σ' αυτόν. Κότες έτρεχαν πέρα-δώθε, πιο κόκκινες από εκείνες που ήξερε, καθώς και ένα παράξενο είδος πουλερικού, πιο μεγάλο και με γκρίζες πιτσιλιές. Ανάμεσα στους λαχανόκηπους τριγυρνούσαν παιδιά, τα πιο πολλά ντυμένα σαν τους μεγάλους, καθώς και γκαϊ'σάιν, κρατώντας μεγάλες, πήλινες κανάτες και ποτίζοντας κάθε φυτό. Πάντα άκουγε ότι οι Αελίτες δεν είχαν πόλεις, όμως αυτό ήταν σίγουρα μια μεγάλη κωμόπολη, αν και από τις πιο παράξενες που είχε δει ποτέ. Η οχλοβοή ήταν τόσο δυνατή, που δεν μπορούσε να κάνει τις ερωτήσεις που του έρχονταν στο νου ― όπως τι ήταν εκείνα τα παράξενα φρούτα, κόκκινα και τόσο αστραφτερά, που σίγουρα δεν ήταν μήλα, πάνω σε κοντούς θάμνους με χλωμά φύλλα, καθώς κι εκείνα τα στενά δενδρύλλια με τα πλατιά φύλλα, που ήταν γεμάτα μακριά, χοντρά βλαστάρια με κίτρινους θυσάνους. Δεν μπορούσε να μην απορήσει, άλλωστε ήταν πολλά χρόνια αγρότης.
Ο Ρούαρκ και ο Χάιρν βράδυναν το βήμα, το ίδιο και ο Κουλάντιν, αλλά και πάλι συνέχισαν γρήγορα, χώνοντας τα δόρατα στα λουριά της φαρέτρας στις πλάτες. Η Αμυς έτρεξε μπροστά γελώντας σαν κοριτσάκι, αλλά οι άντρες συνέχιζαν να προχωρούν σταθερά ανάμεσα στο πλήθος, ενώ οι κραυγές των γυναικών δονούσαν τον αέρα και σχεδόν έκρυβαν το κροτάλισμα των κατσαρολιών. Ο Ραντ τους ακολουθούσε, όπως του είχε πει η Αβιέντα. Ο Ματ είχε μια έκφραση σαν να ήθελε να γυρίσει και να ξαναφύγει αμέσως.
Στην άλλη άκρη του φαραγγιού το τοίχωμα έγερνε προς τα μέσα, σχηματίζοντας ένα βαθύ, σκοτεινό γούβωμα. Ο ήλιος δεν έφτανε στο βάθος, έτσι είχε πει η Αβιέντα, και τα βράχια εκεί, που ήταν πάντα δροσερά, έδιναν στο φρούριο το όνομά του. Μπροστά από τις σκιές, η Αμυς στεκόταν με μια άλλη γυναίκα πάνω σε ένα φαρδύ, γκρίζο βράχο, τον οποίο είχαν λειάνει την κορυφή σαν εξέδρα.
Η άλλη γυναίκα, λεπτή μέσα στο ογκώδες φουστάνι της, με τα κατάξανθα μαλλιά της να ξεφεύγουν από το πέπλο και να χύνονται ως κάτω από τη μέση της, τονισμένα από το άσπρο στους κροτάφους της, έμοιαζε μεγαλύτερη από την Άμυς, αν και ήταν αρκετά όμορφη, με μερικές μικρές ρυτίδες στις άκρες των γκρίζων ματιών της. Παρ' όλο που ήταν ντυμένη όπως η Άμυς, με μια απλή, καφετιά εσάρπα στους ώμους, παρ' όλο που τα περιδέραια και τα βραχιόλια από χρυσό και σμιλεμένο φίλντισι που φορούσε δεν φαίνονταν πιο καλοδουλεμένα ή πιο πλούσια από της άλλης γυναίκας, ήταν η Λίαν, η στεγοκυρά του Φρουρίου της Κρυόπετρας.
Οι ψιλές ιαχές καταλάγιασαν καθώς ο Ρούαρκ σταματούσε μπροστά στο βράχο, ένα βήμα πιο κοντά του απ' ό,τι ο Χάιρν και ο Κουλάντιν. «Ζητώ την άδεια να μπω στο φρούριό σου, στεγοκυρά», ανακοίνωσε με δυνατή φωνή, που ακουγόταν ως πέρα.
«Έχεις την άδειά μου, αρχηγέ φατρίας», απάντησε με επισημότητα η κατάξανθη γυναίκα, εξίσου δυνατά. «Σκιά της καρδιάς μου, θα έχεις πάντα την άδεια», πρόσθεσε με πιο ζεστή φωνή και με ένα χαμόγελο.