«Σε ευχαριστώ, στεγοκυρά της καρδιάς μου». Ούτε κι αυτό έμοιαζε να είναι μέσα στις επισημότητες.
Ο Χάιρν προχώρησε μπροστά. «Στεγοκυρά, ζητώ την άδεια να έρθω κάτω από τη στέγη σου».
«Έχεις την άδειά μου, Χάιρν», είπε η Λίαν στον άντρα με το στιβαρό σώμα. «Κάτω από τη στέγη μου υπάρχει νερό και σκιά. Η φυλή Τζίντο είναι πάντα ευπρόσδεκτη εδώ».
«Σε ευχαριστώ, στεγοκυρά». Ο Χάιρν χτύπησε τον Ρούαρκ στον ώμο και έφυγε για να πάει στους ανθρώπους του· όπως φαινόταν, η Αελίτικη τελετή ήταν σύντομη, χωρίς πολλά και περιττά πράγματα.
Ο Κουλάντιν πήγε κοντά στον Ρούαρκ με αγέρωχο βήμα. «Ζητώ την άδεια να μπω στο φρούριό σου, στεγοκυρά».
Η Λίαν ανοιγόκλεισε τα μάτια και τον κοίταξε συνοφρυωμένη. Ένα μουρμουρητό σηκώθηκε πίσω από τον Ραντ, ένα βουητό έκπληξης από εκατοντάδες λαρύγγια. Μια ξαφνική αίσθηση κινδύνου γέμισε την ατμόσφαιρα. Το ένιωθε κι ο Ματ, ο οποίος άγγιξε το δόρυ του και γύρισε για να δει τι έκανε η μάζα των Αελιτών.
«Τι συμβαίνει;» ρώτησε χαμηλόφωνα ο Ματ πάνω από τον ώμο του. «Γιατί δεν του λέει κάτι;»
«Τη ρώτησε σαν να ήταν αρχηγός φατρίας», ψιθύρισε η Αβιέντα, χωρίς να πιστεύει στ' αφτιά της. «Ο άνθρωπος είναι πράγματι βλάκας. Σίγουρα του έστριψε! Αν του αρνηθεί, σημαίνει ότι θα δημιουργηθεί ζήτημα με τους Σάιντο — και ίσως να το αρνηθεί ύστερα από τέτοια προσβολή. Δεν είναι βεντέτα αίματος —δεν είναι αρχηγός της φατρίας τους, παρ' όλο που του έχουν φουσκώσει τα μυαλά― αλλά είναι ένα ζήτημα». Ανάμεσα σε δύο ανάσες, η φωνή της σκλήρυνε. «Δεν με άκουγες, έτσι δεν είναι; Δεν με άκουγες! Η Λίαν θα μπορούσε να αρνηθεί την άδεια ακόμα και στον Ρούαρκ, κι αυτός θα ήταν αναγκασμένος να φύγει. Αυτό θα διέλυε τη φατρία, αλλά είναι μέσα στις εξουσίες της. Μπορεί να αρνηθεί ακόμα και σε Εκείνον Που Έρχεται Με Την Αυγή, τον Ραντ αλ'Θόρ. Οι γυναίκες δεν είναι ανήμπορες ανάμεσά μας, δεν είναι σαν τις υδρόβιες σας, που αν δεν είναι βασίλισσες ή αριστοκράτισσες, είναι αναγκασμένες να χορεύουν μπροστά σε έναν άντρα, αν θέλουν ένα πιάτο φαΐ!»
Αυτός κούνησε ελαφρά το κεφάλι. Κάθε φορά που ήθελε να κατηγορήσει τον εαυτό του για το πόσο λίγα είχε μάθει για τους Αελίτες, η Αβιέντα του θύμιζε πόσο λίγα ήξερε αυτή για όσους δεν ήταν Αελίτες. «Κάποια μέρα θα ήθελα να σε παρουσιάσω στον Κύκλο των Γυναικών του Πεδίου του Έμοντ. Θα είναι... ενδιαφέρον... να σε ακούσω να εξηγείς σε εκείνες τις γυναίκες πόσο ανήμπορες είναι». Την ένιωσε να σαλεύει στη ράχη του, προσπαθώντας να κοιτάξει το πρόσωπό του, και κράτησε την ήρεμη έκφρασή του. «Ίσως μπορέσουν να εξηγήσουν μερικά πράγματα και σε σένα».
«Έχεις την άδειά μου», άρχισε να λέει η Λίαν —ο Κουλάντιν χαμογέλασε, κορδώθηκε― «να έρθεις κάτω από τη στέγη μου. Θα σου βρούμε νερό και σκιά». Οι μαλακές, κοφτές κραυγές από εκατοντάδες στόματα έκαναν έναν αρκετά δυνατό ήχο.
Ο άντρας με τα πυρόξανθα μαλλιά τρεμούλιασε σαν να είχε δεχτεί ράπισμα, το πρόσωπό του κοκκίνισε από οργή. Έμοιαζε να μην ξέρει τι να κάνει. Προχώρησε προκλητικά ένα βήμα μπρος, κοιτώντας τη Λίαν και την Άμυς, σφίγγοντας τους πήχεις του, σαν να εμπόδιζε τον εαυτό του να πιάσει τα όπλα του, και μετά γύρισε από την άλλη και ξεκίνησε προς τους συγκεντρωμένους, αγριοκοιτάζοντας δεξιά κι αριστερά, προκαλώντας όποιον τολμούσε να μιλήσει. Στο τέλος, σταμάτησε λίγο πιο εκεί απ' όπου είχε ξεκινήσει, κοιτάζοντας τον Ραντ. Ακόμα και τα κάρβουνα δεν θα μπορούσαν να καίνε πιο δυνατά από τα γαλανά μάτια του.
«Σαν να είναι άφιλος και μόνος», ψιθύρισε η Αβιέντα. «Τον καλωσόρισε σαν να ήταν ζητιάνος. Η πιο βαριά προσβολή γι' αυτόν, και καμία για το Σάιντο». Ξαφνικά χτύπησε τον Ραντ τόσο σκληρά στα πλευρά με τη γροθιά της, που αυτός μούγκρισε. «Κουνήσου, υδρόβιε. Έχεις όση τιμή απόθεσα στα χέρια σου· όλοι θα μάθουν ότι εγώ σε δίδαξα. Κουνήσου!»
Αυτός πέρασε το πόδι πάνω από τη ράχη του αλόγου του, κατέβηκε γλιστρώντας από τη σέλα και πήγε πλάι στον Ρούαρκ. Δεν είμαι Αελίτης, σκέφτηκε. Δεν τους καταλαβαίνω και δεν πρέπει να τους βάλω στην καρδιά μου. Δεν πρέπει.
Δεν το είχαν κάνει οι άλλοι, όμως αυτός υποκλίθηκε στη Λίαν· έτσι τον είχαν αναθρέψει. «Στεγοκυρά, ζητώ την άδεια να έρθω κάτω από τη στέγη σου». Άκουσε την ανάσα της Αβιέντα να σκαλώνει στο λαιμό της. Κανονικά έπρεπε να πει το άλλο, αυτό που είχε πει ο Ρούαρκ. Τα μάτια του Ρούαρκ στένεψαν ανήσυχα καθώς κοίταζε τη σύζυγό του, ενώ ένα χλευαστικό χαμόγελο παραμόρφωνε το αναψοκοκκινισμένο πρόσωπο του Κουλάντιν. Τα μαλακά μουρμουρητά του πλήθους έδειχναν απορία.
Η στεγοκυρά κοίταξε τον Ραντ πιο έντονα από τον Κουλάντιν, τον περιεργάστηκε από την κορφή ως τα νύχια, είδε το σούφα στους ώμους ενός κόκκινου σακακιού, που σίγουρα κανένας Αελίτης δεν θα το φορούσε ποτέ. Κοίταξε ερωτηματικά την Αμυς, η οποία ένευσε.