Συνέχισε να μάχεται πεισμωμένα, παλεύοντας πιο σκληρά όσο τον κατέβαλλε η αδυναμία του. Άντλησε το σαϊντίν, προσπαθώντας να γεμίσει με την κάψα του. Ακόμα και το μίασμα, που του ανακάτευε το στομάχι, ήταν ευπρόσδεκτο, διότι όσο περισσότερο το ένιωθε, τόσο τον πλημμύριζε το σαϊντίν. Αν το στομάχι του διαμαρτυρόταν, σήμαινε ότι ο Ραντ ήταν ακόμα ζωντανός κι αφού ζούσε, μπορούσε να πολεμήσει. Αλλά πώς; Πώς; Τι έκανα πριν; Το σαϊντίν μαινόταν μέσα του και του φάνηκε ότι, αν επιζούσε από τους αντιπάλους του, θα τον κατάπινε η Δύναμη. Πώς το έκανα; Το μόνο που μπορούσε να κάνει ήταν να αντλήσει το σαϊντίν και να προσπαθήσει... να φτάσει... να ζοριστεί...
Η μια μορφή χάθηκε —ο Ραντ την ένιωσε να γλιστρά μέσα του· ήταν σαν να είχε πέσει από ψηλά σε ένα επίπεδο, πετρώδες έδαφος — κι έπειτα οι άλλες δύο μαζί. Η πρόσκρουση τον πέταξε ανάσκελα κι έμεινε εκεί ακίνητος, να ατενίζει το γύψινο ταβάνι με τα επίχρυσα ανάγλυφα, έμεινε να απολαμβάνει το γεγονός ότι ακόμα ζούσε κι ανάσαινε.
Η Δύναμη ακόμα κατέκλυζε κάθε γωνιά της ύπαρξής του. Του ήρθε να κάνει εμετό κάθε μπουκιά που είχε φάει ποτέ του. Ένιωθε τόσο ζωντανός που, σε σύγκριση, μια ζωή που δεν ήταν ποτισμένη με το σαϊντίν, ήταν σαν σκιά. Μπορούσε να μυρίσει το μελισσοκέρι στα καντηλέρια και το λάδι στις λάμπες. Μπορούσε να νιώσει κάθε ίνα του χαλιού στη ράχη του. Μπορούσε να νιώσει κάθε αμυχή της σάρκας του, κάθε κόψιμο, κάθε μικρή πληγή, κάθε μώλωπα. Αλλά συνέχισε να κρατά το σαϊντίν.
Ένας από τους Αποδιωγμένους είχε επιχειρήσει να τον σκοτώσει, Ή όλοι τους. Αυτό πρέπει να είχε συμβεί, εκτός αν ο Σκοτεινός ήταν ήδη ελεύθερος, αλλά σ' αυτή την περίπτωση ο Ραντ δεν πίστευε ότι θα είχε να αντιμετωπίσει κάτι τόσο εύκολο ή απλό. Έτσι διατήρησε την επαφή με την Αληθινή Πηγή. Εκτός αν το έκανα μόνος μου. Μήπως μισώ τόσο πολύ αυτό που έγινα, ώστε προσπάθησα να σκοτώσω τον εαυτό μου; Χωρίς καν να το ξέρω; Φως μου, πρέπει να μάθω να το ελέγχω. Πρέπει!
Γεμάτος πόνους, σηκώθηκε με κόπο. Αφήνοντας ματωμένα αχνάρια στο χαλί, προχώρησε κουτσαίνοντας προς το στήριγμα όπου αναπαυόταν το Καλαντόρ. Το αίμα, που κυλούσε από εκατοντάδες πληγές, τον σκέπαζε ολόκληρο. Σήκωσε το σπαθί· η υαλώδης λεπίδα του έλαμψε από τη Δύναμη που κύλησε μέσα της. Το Σπαθί Που Δεν Είναι Σπαθί. Η λεπίδα, που έμοιαζε φτιαγμένη από γυαλί, έκοβε σαν να ήταν το πιο φίνο ατσάλι, όμως το Καλαντόρ δεν ήταν σπαθί, αλλά απομεινάρι από την Εποχή των Θρύλων, ένα σα'ανγκριάλ. Με τη βοήθεια των σχετικά λίγων ανγκριάλ που είχαν απομείνει από τον Πόλεμο της Σκιάς και το Τσάκισμα του Κόσμου, μπορούσε κάποιος να διαβιβάσει μια τόσο μεγάλη ροή της Μίας Δύναμης, που δίχως αυτά ο διαβιβάζων θα γινόταν στάχτη. Τα ακόμα σπανιότερα σα'ανγκριάλ αύξαιναν τη ροή σε σύγκριση με τα ανγκριάλ, στον ίδιο βαθμό που και τα ανγκριάλ την αύξαιναν σε κάποιον που διαβίβαζε αβοήθητος. Και το Καλαντόρ, που μόνο ένας άντρας μπορούσε να το χρησιμοποιήσει, το οποίο τρεις χιλιάδες χρόνια προφητειών και θρύλων το συσχέτιζαν με τον Αναγεννημένο Δράκοντα, ήταν ένα από τα ισχυρότερα σα'ανγκριάλ που είχαν κατασκευαστεί ποτέ. Κρατώντας το Καλαντόρ στα χέρια, μπορούσε να σωριάσει τα τείχη μιας πόλης μ' ένα χτύπημα. Κρατώντας το Καλαντόρ στα χέρια, μπορούσε να αντιμετωπίσει ακόμα κι έναν Αποδιωγμένο. Αυτοί ήταν. Αντοί πρέπει να ήταν.
Ξαφνικά, συνειδητοποίησε ότι δεν είχε ακούσει τον παραμικρό ήχο από την Μπερελαίν. Νιώθοντας κάποιο φόβο, ότι θα την έβρισκε νεκρή, γύρισε να κοιτάξει.
Ήταν ακόμα γονατισμένη και υπήρχε ένας μορφασμός στο πρόσωπό της. Είχε ξαναφορέσει τη ρόμπα και τη χάιδευε γύρω της σαν να ήταν ατσάλινη αρματωσιά, ή πέτρινα τείχη. Με πρόσωπο κατάχλωμο, έγλειψε τα χείλη της. «Ποιος απ' όλους...;» Ξεροκατάπιε και ξαναδοκίμασε. «Ποιος...;» Δεν μπορούσε να τελειώσει τη φράση της.
«Είμαι ο μόνος που υπάρχει», είπε τρυφερά αυτός. «Εκείνος στον οποίο φερόσουν σαν να είναι ο αρραβωνιαστικός σου». Ήθελε να το πει παρηγορητικά, να την κάνει ίσως να χαμογελάσει —σίγουρα μια γυναίκα με τη δύναμη που είχε δείξει η Μπερελαίν μπορούσε να χαμογελάσει, ακόμα και αντικρίζοντας έναν άντρα λουσμένο στα αίματα― όμως εκείνη έσκυψε μπροστά και κόλλησε το πρόσωπό της στο πάτωμα.
«Ζητώ ταπεινά συγνώμη για τη βαριά προσβολή, Άρχοντα Δράκοντα». Η βραχνή φωνή της ηχούσε ταπεινωμένη, φοβισμένη. Δεν ταίριαζε καθόλου στην Μπερελαίν. «Σε ικετεύω να ξεχάσεις το παράπτωμά μου και να με συγχωρήσεις. Δεν θα σε ξαναενοχλήσω. Το ορκίζομαι, Άρχοντα Δράκοντά μου. Στο όνομα της μητέρας μου και του Φωτός, το ορκίζομαι».