«Αυτή η ταπεινότητα», είπε αργά η Λίαν, «ταιριάζει στον άντρα. Οι άντρες δεν ξέρουν πού να τη βρουν». Άπλωσε τη σκούρα φούστα της, έκλινε το γόνυ αδέξια —δεν ήταν κάτι που έκαναν οι Αελίτισσες— αλλά πάντως ήταν μια γονυκλισία, για να του ανταποδώσει την υπόκλιση. «Ο Καρ'α'κάρν έχει την άδεια να μπει στο φρούριό μου. Για τον αρχηγό των αρχηγών πάντα υπάρχει νερό και σκιά στην Κρυόπετρα».
Και πάλι δυνατοί αλαλαγμοί ξέσπασαν από τις γυναίκες του πλήθους, αλλά ο Ραντ δεν ήξερε αν ήταν γι' αυτόν ή για την τελετή. Ο Κουλάντιν κοντοστάθηκε, τον ατένισε με άσβηστο μίσος και ύστερα έφυγε με γοργό βήμα, σκουντώντας την Αβιέντα καθώς την προσπερνούσε, η οποία κατέβαινε αδέξια από το σταχτή επιβήτορα. Σε λίγο χάθηκε μαζί με το πλήθος που διαλυόταν.
Ο Ματ κοντοστάθηκε καθώς ξεπέζευε και κοίταξε τον Κουλάντιν. «Να προσέχεις τα νώτα σου μ' αυτόν, Ραντ», είπε χαμηλόφωνα. «Το εννοώ».
«Όλοι το ίδιο μου λένε», είπε ο Ραντ. Οι πραματευτές ήδη ετοιμάζονταν να αρχίσουν το εμπόριο τους στο κέντρο του φαραγγιού, ενώ στην είσοδο εμφανίζονταν η Μουαραίν και οι άλλες Σοφές, που τις προϋπαντούσαν λίγες φωνές και το κροτάλισμα των κατσαρολιών, αλλά τίποτα σαν τις κραυγές που είχαν χαιρετήσει τον Ρούαρκ. «Δεν είναι ο Κουλάντιν αυτός για τον οποίο πρέπει να ανησυχώ». Ο κίνδυνος που αντιμετώπιζε δεν ήταν οι Αελίτες. Η Μουαραίν στη μια μεριά και η Λανφίαρ στην άλλη. Υπάρχει χειρότερος κίνδυνος; Παραλίγο να βάλει τα γέλια.
Η Άμυς και η Λίαν είχαν κατεβεί και, προς μεγάλη έκπληξη του Ραντ, ο Ρούαρκ τις αγκάλιασε και τις δύο. Ήταν και οι δύο ψηλές, όπως έμοιαζαν να είναι οι περισσότερες Αελίτισσες, αλλά καμία δεν ξεπερνούσε τον ώμο του αρχηγού φατρίας. «Γνώρισες τη σύζυγό μου, την Άμυς», είπε στον Ραντ. «Τώρα πρέπει να γνωρίσεις τη σύζυγο μου, τη Λίαν».
Ο Ραντ κατάλαβε ότι το στόμα του έχασκε και το έκλεισε αμέσως. Όταν η Αβιέντα του είχε πει ότι η στεγοκυρά της Κρυόπετρας ήταν σύζυγος του Ρούαρκ και λεγόταν Λίαν, ήταν βέβαιος ότι είχε παρεξηγήσει εκείνα τα «σκιά της καρδιάς μου» μεταξύ του Ραντ και της Άμυς τότε στο Τσήνταρ. Είχε τότε άλλα να του τυραννούν το νου. Αλλά αυτό...
«Και οι δύο;» είπε σαστισμένος ο Ματ. «Φως μου! Δύο! Κάψε με! Είτε είναι ο πιο τυχερός άντρας στον κόσμο, είτε ο πιο μεγάλος ανόητος της πλάσης!»
«Νόμιζα ότι η Αβιέντα σου διδάσκει τα έθιμά μας», είπε ο Ρούαρκ σμίγοντας τα φρύδια. «Φαίνεται ότι παραλείπει πολλά».
Η Λίαν, γέρνοντας για να δει πέρα από το σύζυγό της —το σύζυγό τους― κοίταζε την Άμυς υψώνοντας το φρύδι. «Έμοιαζε ιδανική για να του πει αυτά που πρέπει να μάθει. Κάτι για να μην τρέχει πίσω, στις Κόρες, κάθε φορά που της γυρνούσαμε την πλάτη. Τώρα φαίνεται ότι πρέπει να κάτσω μαζί της σε ένα ήσυχο μέρος και να κάνουμε μια μεγάλη συζήτηση. Σίγουρα τον δίδασκε τον τρόπο που μιλούν με τα χέρια οι Κόρες, ή πώς να αρμέγει τα γκάρα», είπε η Άμυς ξερά.
Η Αβιέντα κοκκίνισε ελαφρά και τίναξε το κεφάλι ενοχλημένη· τα σκούρα κόκκινα μαλλιά της είχαν μακρύνει πάνω από τα αφτιά της, αρκετά για να λικνίζεται μια φράντζα κάτω από την εσάρπα στο κεφάλι της. «Υπήρχαν και πιο σημαντικά πράγματα να πούμε από τους γάμους. Τέλος πάντων, ο άνθρωπος δεν ακούει».
«Ήταν καλή δασκάλα», είπε γοργά ο Ραντ. «Έμαθα πολλά απ' αυτή για τα έθιμά σας και την Τρίπτυχη Γη». Μιλούν με τα χέρια; «Ό,τι λάθη κάνω είναι δικά μου, όχι δικά της». Πώς άρμεγες μια δηλητηριώδη σαύρα εξήντα πόντων; Γιατί να την αρμέξεις; «Ήταν καλή δασκάλα και θα ήθελα να την κρατήσω ως τέτοια, αν δεν πειράζει». Τι στο Φως ήθελα και το είπα αυτό; Η Αβιέντα μερικές φορές ήταν ευχάριστη, όταν ξεχνιόταν, ενώ τον υπόλοιπο καιρό ήταν σαν αγκάθι κάτω από το σακάκι του. Τουλάχιστον, όμως, έτσι ήξερε ποιον είχαν βάλει οι Σοφές να τον παρακολουθεί.
Η Άμυς τον κοίταξε εξεταστικά, με ένα κοφτερή έκφραση στα γαλανά μάτια της, σαν Άες Σεντάι. Βέβαια μπορούσε να διαβιβάζει· το πρόσωπό της απλώς έδειχνε νεαρότερο απ' όσο έπρεπε, όχι αγέραστο, αλλά ίσως να ήταν όσο Άες Σεντάι ήταν και οι Άες Σεντάι. «Μου φαίνεται καλή αυτή η διευθέτηση», του είπε. Η
Αβιέντα άνοιξε το στόμα για να διαμαρτυρηθεί γεμάτη αγανάκτηση ― και το ξανάκλεισε μουτρωμένη, όταν η Σοφή έστρεψε το βλέμμα πάνω της. Ίσως να νόμιζε ότι είχε τελειώσει μαζί του τώρα που είχαν φτάσει στην Κρυόπετρα.
«Θα είσαι κουρασμένος μετά το ταξίδι», είπε η Λίαν στον Ραντ με μια μητρική έκφραση στα γκρίζα μάτια της, «και θα πεινάς. Ελάτε». Το ζεστό χαμόγελό της απευθυνόταν και στον Ματ, που έμενε πίσω και κοίταζε τις άμαξες των πραματευτών. «Ελάτε κάτω από τη στέγη μου».