Ο Ραντ έπιασε τα σακίδια της σέλας του και άφησε τον Τζήντ’εν στη φροντίδα μιας γκαϊ'σάιν, η οποία πήρε και τον Πιπς. Ο Ματ κοίταξε μια τελευταία φορά τις άμαξες, πριν τους ακολουθήσει ρίχνοντας τα σακίδιά του στον ώμο.
Η στέγη της Λίαν, το σπίτι της, ήταν στο ψηλότερο επίπεδο της δυτικής πλευράς, με το απόκρημνο τοίχωμα του φαραγγιού να υψώνεται ακόμα εκατό βήματα παραπάνω. Αν και ήταν η οικία του αρχηγού της φατρίας και της στεγοκυράς, απ' έξω έμοιαζε να είναι ένα ταπεινό παραλληλεπίπεδο από μεγάλα, κίτρινα τούβλα και στενά παράθυρα δίχως τζάμια, τα οποία κάλυπταν απλές, λευκές κουρτίνες· είχε ένα λαχανόκηπο στην επίπεδη στέγη του και έναν άλλο στην πρόσοψη, σε ένα μικρό αναβαθμό που τον χώριζε από το σπίτι ένα στενό μονοπατάκι στρωμένο με επίπεδες, γκρίζες πέτρες. Έμοιαζε να χωρά δύο δωμάτια, ίσως. Με εξαίρεση το τετράγωνο, μπρούτζινο σήμαντρο που κρεμόταν έξω από την πόρτα, έμοιαζε με όλα τα άλλα κτίσματα που έβλεπε εκεί ο Ραντ, ενώ από το πλεονεκτικό σημείο που βρισκόταν φαινόταν ολόκληρη η κοιλάδα να εκτείνεται κάτω του. Ένα απλό σπιτάκι. Μέσα ήταν διαφορετικά.
Το τούβλινο τμήμα ήταν ένα δωμάτιο με έντονα καφετιά πλακάκια στο δάπεδο, αλλά ήταν ένα τμήμα μόνο. Υπήρχαν κι άλλα δωμάτια σκαλισμένα στο βράχο πιο πίσω, ψηλοτάβανα, δροσερά, με πλατιές, αψιδωτές εισόδους και ασημένιες λάμπες, που ανέδιναν μια μυρωδιά η οποία θύμιζε πρασινάδα. Ο Ραντ είδε μόνο μια καρέκλα, με ψηλή ράχη, λακαρισμένη και χρυσοκόκκινη, που δεν φαινόταν να πολυχρησιμοποιείται· η Αβιέντα είχε πει ότι ήταν η καρέκλα του αρχηγού. Δεν φαίνονταν πολλά ξύλινα αντικείμενα, εκτός από λίγα στιλβωμένα ή λακαρισμένα κουτιά και σεντούκια, ενώ χαμηλά αναλόγια κρατούσαν ανοιχτά βιβλία· ο αναγνώστης έπρεπε να είναι ξαπλωμένος στο πάτωμα. Περίτεχνα υφασμένα χαλιά κάλυπταν τα πατώματα, καθώς και κιλίμια το ένα πάνω στο άλλο με λαμπερά χρώματα· αναγνώριζε μερικά μοτίβα από το Δάκρυ, την Καιρχίν και το Άντορ, ακόμα και από το Ίλιαν και το Τάραμπον, ενώ άλλα σχέδια του ήταν άγνωστα, με πλατιές, σπαστές ρίγες καθεμιά στο δικό της χρώμα, ή ενωμένα κούφια τετράγωνα σε γκρίζα, καφετιά και μαύρα χρώματα. Δημιουργώντας έντονη αντίθεση με την τραχιά ομοιομορφία έξω από την κοιλάδα, εδώ υπήρχαν παντού ζωντανά χρώματα, υφαντά για τα οποία ήταν σίγουρος ότι είχαν έρθει από την άλλη μεριά της Ραχοκοκαλιάς του Κόσμου —ίσως με τον ίδιο τρόπο που άλλα υφαντά είχαν έρθει από την Πέτρα του Δακρύου― και μαξιλαράκια σε κάθε είδους μεγέθη και αποχρώσεις, συχνά με φούντες ή κρόσσια, ή και τα δύο, από κόκκινο και χρυσό μετάξι. Εδώ κι εκεί, σε κόγχες στους τοίχους, στέκονταν πορσελάνινα βάζα, ασημένιες γαβάθες ή φιλντισένια αγαλματάκια, που συχνά έδειχναν παράξενα ζώα. Αυτές λοιπόν ήταν οι «σπηλιές» που έλεγαν οι Δακρινοί. Θα μπορούσαν να είναι φανταχτερές σαν το Δάκρυ —ή τους Μάστορες― αλλά, αντιθέτως, έδειχναν αξιοπρέπεια, επισημότητα και θαλπωρή μαζί.
Μ' ένα μικρό χαμόγελο προς την Αβιέντα, για να της δείξει ότι όντως την άκουγε, ο Ραντ έβγαλε από τα σακίδιά του ένα δώρο για τη Λίαν, ένα καλοδουλεμένο, χρυσό λιοντάρι. Το είχαν λεηλατήσει από το Δάκρυ και το είχε αγοράσει από έναν Αναζητητή Νερού του Τζίντο, αλλά αν ο Ραντ ήταν ο αρχηγός του Δακρύου, τότε ίσως να ήταν σαν να κλέβει από τον εαυτό του. Ο Ματ δίστασε μια στιγμή και μετά έβγαλε κι αυτός ένα δώρο, ένα Δακρινό περιδέραιο από ασημένια λουλούδια, σίγουρα από την ίδια πηγή, που σίγουρα προοριζόταν για την Ισέντρε.
«Εξαιρετικό», είπε η Λίαν χαμογελώντας και υψώνοντας το λιοντάρι. «Πάντα μου άρεσαν τα Δακρινά τεχνουργήματα. Ο Ρούαρκ μου έφερε δύο κομμάτια πριν από πολλά χρόνια». Με φωνή σαν νοικοκυρά που θυμόταν κάποια ασυνήθιστα νόστιμα ζαχαρόμουρα, απευθύνθηκε στο σύζυγό της. «Τα είχες πάρει από τη σκηνή ενός Υψηλού Άρχοντα λίγο πριν αποκεφαλιστεί ο Λάμαν, έτσι δεν είναι; Κρίμα που δεν έφτασες στο Άντορ. Πάντα ήθελα ένα Αντορανό ασημικό. Κι αυτό το περιδέραιο είναι πανέμορφο, Ματ Κώθον».
Ακούγοντας τη να επαινεί και τα δύο δώρα, ο Ραντ έκρυψε την κατάπληξή του. Παρά τα φουστάνια και το μητρικό βλέμμα της, ήταν όσο Αελίτισσα ήταν και κάθε Κόρη του Δόρατος.
Όταν τελείωσε η Λίαν, έφτασαν η Μουαραίν και οι άλλες Σοφές, μαζί με τον Λαν και την Εγκουέν. Το σπαθί του Πρόμαχου προσέλκυσε μια αποδοκιμαστική ματιά, αλλά η στεγοκυρά τον υποδέχθηκε θερμά όταν η Μπάιρ τον αποκάλεσε Ααν'αλάιν. Αλλά αυτό δεν ήταν τίποτα μπροστά στο χαιρετισμό που απηύθυνε στην Εγκουέν και τη Μουαραίν.
«Τιμάτε τη στέγη μου, Άες Σεντάι». Ο τόνος της άφηνε να εννοηθεί ότι η λέξη ήταν ανεπαρκής· παραλίγο να υποκλιθεί μπροστά τους. «Λέγεται ότι υπηρετούσαμε τις Άες Σεντάι πριν από το Τσάκισμα του Κόσμου και αποτύχαμε, και γι' αυτή την αποτυχία μας έστειλαν εδώ, στην Τρίπτυχη Γη. Η παρουσία σας μας λέει ότι ίσως το αμάρτημά μας να μην είναι ασυγχώρητο». Φυσικά. Δεν είχε πάει στο Ρουίντιαν· προφανώς η απαγόρευση να μιλάς για όσα είχαν συμβεί στο Ρουίντιαν με όσους δεν είχαν πάει εκεί ίσχυε ακόμα και μεταξύ συζύγων. Και μεταξύ αδελφών-συζύγων, ή εν πάση περιπτώσει όποια ήταν η σχέση μεταξύ της Άμυς και της Λίαν.