Выбрать главу

Κι η Μουαραίν προσπάθησε να δώσει ένα δώρο στη Λίαν, μικρά μπουκάλια από κρύσταλλο και ασήμι που περιείχαν αρώματα, τα οποία είχαν έρθει από το Άραντ Ντόμαν, όμως η Λίαν τέντωσε τα χέρια. «Η ίδια η παρουσία σας είναι δώρο ανεκτίμητο, Άες Σεντάι. Αν δεχόμουν κάτι παραπάνω, θα ατίμαζα τη στέγη μου και θα ατιμαζόμουν η ίδια. Δεν θα άντεχα την ντροπή». Φαινόταν να τα λέει εντελώς σοβαρά και φοβόταν μήπως η Άες Σεντάι την ανάγκαζε να πάρει τα αρώματα. Ήταν μια ένδειξη της συγκριτικής σημασίας μεταξύ του Καρ'α'κάρν και των Λες Σεντάι.

«Όπως επιθυμείς», είπε η Μουαραίν, ξαναβάζοντας τα μπουκαλάκια στο θύλακο της. Φαινόταν ψυχρή και ατάραχη μέσα στο γαλάζιο, μεταξωτό φόρεμά της, με το λευκό μανδύα της ριγμένο πίσω. «Η Τρίπτυχη Γης σας σίγουρα θα υποδεχτεί κι άλλες Άες Σεντάι. Άλλοτε δεν είχαμε λόγο να έρθουμε».

Της Άμυς δεν της άρεσε αυτό και η πυρόξανθη Μελαίν κοίταξε τη Μουαραίν σαν πρασινομάτα γάτα που αναρωτιόταν αν θα έπρεπε να ασχοληθεί με ένα μεγάλο σκυλί που είχε μπει στην αυλή της. Η Μπάιν και η Σεάνα κοιτάχτηκαν ανήσυχα, αλλά όχι όπως οι δύο που μπορούσαν να διαβιβάζουν.

Οι γκαϊ'σάιν ήρθαν βιαστικά —άντρες και γυναίκες, αμφότεροι κομψοί μέσα στις λευκές ρόμπες τους, με χαμηλωμένα μάτια, των οποίων η υποταγή φάνταζε πολύ παράξενα στα Αελίτικα πρόσωπα — και πήραν τους μανδύες της Μουαραίν και της Εγκουέν, τους έφεραν βρεγμένες πετσέτες για τα χέρια και το πρόσωπο, καθώς και μικρά, ασημένια κύπελλα με νερό για να πιουν επισήμως. Στο τέλος τους πρόσφεραν το γεύμα, το οποίο έφεραν σε ασημένιες γαβάθες και δίσκους που ταίριαζαν σε παλάτι, αλλά το σερβίρισαν σε πήλινα πιάτα με γαλάζιο σμάλτο. Όλοι έφαγαν ξαπλωμένοι στο πάτωμα, πάνω στα λευκά πλακάκια που είχαν βάλει στην πέτρα για τραπέζι, με μαξιλαράκια κάτω από το στήθος κι έχοντας τα κεφάλια κοντά και τα κορμιά προς τα έξω, σαν ακτίνες τροχού, ενώ οι γκαϊ'σάιν περνούσαν ανάμεσά τους για να βάλουν τα πιάτα.

Ο Ματ ένιωθε άβολα και στριφογυρνούσε, στρίβοντας πότε εδώ και πότε εκεί στα μαξιλάρια του, όμως ο Λαν ξάπλωνε σαν να έτρωγε πάντα έτσι, ενώ η Μουαραίν και η Εγκουέν έδειχναν να είναι εξίσου άνετα. Σίγουρα είχαν εξασκηθεί στις σκηνές των Σοφών. Ο Ραντ το βρήκε άβολο, όμως το φαγητό ήταν αρκετά αλλόκοτο ώστε να αιχμαλωτίζει την προσοχή του.

Το σκούρο, πικάντικο βραστό από γίδα με κομμένες πιπεριές ήταν άγνωστο αλλά καθόλου παράξενο, ενώ τα μπιζέλια ήταν παντού μπιζέλια, όπως και η κολοκύθα. Δεν ίσχυε το ίδιο για το ευθρυπτο, κίτρινο ψωμί, ή για τα μακρουλά φασόλια με το αστραφτερό κόκκινο χρώμα που ήταν ανακατεμένα στα λαχανικά, ή για το πιάτο με τους λαμπερούς κίτρινους σπόρους και τα κομμάτια από κάτι κόκκινο και πολτώδες που η Αβιέντα αποκαλούσε ζεμάι και τ'μάτα, ή για το γλυκό, βολβοειδές φρούτο με τη σκληρή, πρασινωπή φλούδα που, όπως του είπε, προερχόταν από εκείνα τα άφυλλα, αγκαθωτά φυτά και λεγόταν καρντόν. Όλα, όμως, ήταν εύγευστα.

Ίσως να απολάμβανε περισσότερο το φαγητό αν η Αβιέντα δεν του έκανε διάλεξη για τα πάντα. Όχι για τις αδελφές-συζύγους. Λυτό το άφησε στην Άμυς και τη Λίαν, που ξάπλωναν δεξιά κι αριστερά του Ραντ και χαμογελούσαν τόσο η μια στην άλλη όσο και στο σύζυγό τους. Αν και τον είχαν παντρευτεί για να μη χαλάσουν τη φιλία τους, εντούτοις ήταν φανερό ότι τον αγαπούσαν και οι δύο. Ο Ραντ δεν μπορούσε να φανταστεί την Ηλαίην και τη Μιν να συμφωνούν σε μια τέτοια διευθέτηση· αναρωτήθηκε γιατί το είχε σκεφτεί καν. Σίγουρα του είχε ψήσει τα μυαλά ο ήλιος.

Παρ' όλο, όμως, που η Αβιέντα άφησε αυτή τη διασαφήνιση στις άλλες, του εξήγησε όλα τα υπόλοιπα με απίστευτες λεπτομέρειες. Μάλλον τον περνούσε για ανόητο που δεν ήξερε για τις αδελφές-συζύγους. Γυρνώντας στα δεξιά της για να τον κοιτάζει, χαμογελούσε σχεδόν γλυκά καθώς του έλεγε ότι το κουτάλι μπορούσε να το χρησιμοποιήσει είτε για το βραστό, είτε για το ζεμάι και το τ'μάτα, όμως τα μάτια της άστραφταν με ένα φως που έλεγε ότι αυτό που την εμπόδιζε να του πετάξει καμιά γεμάτη γαβάθα στο κεφάλι ήταν η παρουσία των Σοφών.

«Δεν ξέρω τι σου έκανα», της είπε χαμηλόφωνα. Ένιωθε έντονη την παρουσία της Μελαίν στην άλλη μεριά του, η οποία έμοιαζε να είναι απορροφημένη στη δική της χαμηλόφωνη συζήτηση με τη Σεάνα. Η Μπάιρ έλεγε καμιά κουβέντα πού και πού, αλλά του φαινόταν ότι κι αυτή είχε ένα αφτί γυρισμένο συνεχώς πάνω του. «Αλλά αν μισείς τόσο πολύ που είσαι δασκάλα μου, τότε δεν χρειάζεται να συνεχίσεις. Το είπα έτσι απλά. Είμαι σίγουρος ότι ο Ρούαρκ ή οι Σοφές θα βρουν κάποια άλλη». Οι Σοφές σίγουρα θα έβρισκαν άλλη, αν ξεφορτωνόταν αυτή την κατάσκοπο.