«Δεν μου έκανες τίποτα» —τον κοίταξε γυμνώνοντας τα δόντια· αν προσπαθούσε να το κάνει χαμόγελο, τότε ήταν φανερό ότι δεν της έβγαινε― «και δεν θα μου κάνεις ποτέ. Ξάπλωνε όπως σε βολεύει περισσότερο για να φας και μίλα με τους γύρω σου. Εκτός από μας, που πρέπει να διδάσκουμε αντί να μοιραζόμαστε το φαγητό, φυσικά. Η ευγένεια λέει να μιλάς μ' αυτούς που είναι και στις δύο μεριές σου». Από πίσω της, ο Ματ κοίταξε τον Ραντ απηυδισμένος, με ολοφάνερη ανακούφιση που το είχε γλιτώσει αυτό. «Εκτός αν είσαι αναγκασμένος να κοιτάζεις ένα συγκεκριμένο, για να τον διδάσκεις. Πάρε το φαγητό με το δεξί σου χέρι —εκτός αν πρέπει να στηριχτείς σε εκείνο τον αγκώνα― και...»
Ήταν ένα βασανιστήριο και η Αβιέντα έδειχνε να το απολαμβάνει. Οι Αελίτες έμοιαζαν να έχουν σε εκτίμηση τα δώρα. Ίσως, αν της δώριζε κάτι...
«...όλοι μιλούν για λίγο μετά το φαγητό, εκτός αν κάποιος πρέπει να διδάσκει και...»
Δωροδοκία. Δεν φαινόταν σωστό να δωροδοκήσει κάποια που τον κατασκόπευε, αλλά αν η Αβιέντα σκόπευε να συνεχίσει έτσι, τότε η δωροδοκία θα άξιζε για να βρει λίγη γαλήνη.
Όταν οι γκαϊ'σάιν μάζεψαν τα πιάτα και έφεραν ασημένια κύπελλα με βαθύχρωμο κρασί, η Μπάιρ κοίταξε βλοσυρά την Αβιέντα πάνω από τα άσπρα πλακάκια και αυτή σταμάτησε μουτρωμένη. Η Εγκουέν σηκώθηκε στα γόνατα και έσκυψε πάνω από τον Ματ για να τη χαϊδέψει, αλλά αυτό δεν έδειξε να βοηθάει. Τουλάχιστον είχε μείνει σιωπηλή. Η Εγκουέν τον κοίταξε με νόημα· είτε ήξερε τι σκεφτόταν, είτε θεωρούσε ότι δικό του ήταν το φταίξιμο που η Αβιέντα είχε μούτρα.
Ο Ρούαρκ έβγαλε την κοντή πίπα του και την σακούλα με το ταμπάκ, τη γέμισε και έδωσε το δερμάτινο σακουλάκι στον Ματ, ο οποίος είχε βγάλει τη δική του πίπα με τα ασημένια στολίσματα. «Μερικοί πήραν πολύ σοβαρά την είδηση για σένα, Ραντ, και αμέσως, όπως φαίνεται. Τα νέα που φτάνουν λένε, όπως μου είπε η Λίαν, ότι ο Τζέραν, που είναι αρχηγός φατρίας του Σάαραντ Άελ, και ο Μπάελ, του Γκόσιεν, είναι ήδη στο Άλκαιρ Νταλ. Ο Έριμ του Τσαρήν είναι στο δρόμο του». Άφησε μια λεπτή, νεαρή γκαϊ'σάιν να του ανάψει την πίπα με ένα αναμμένο κλαράκι. Από τις κινήσεις της, που είχαν μια χάρη αλλιώτικη από εκείνες των υπόλοιπων γκαϊ'σάιν, ο Ραντ υποψιάστηκε ότι πριν από όχι πολύ καιρό ήταν Κόρη του Δόρατος. Αναρωτήθηκε πόσος καιρός της έμενε για να κλείσει ένα χρόνο και μία μέρα ταπεινής και υποταγμένης υπηρεσίας.
Ο Ματ της χαμογέλασε καθώς έσκυβε για να του ανάψει την πίπα· το βλέμμα που του έριξαν τα πράσινα μάτια της από το βάθος της κουκούλας δεν ήταν καθόλου υποταγμένο και έκανε το χαμόγελο να σβήσει αμέσως από το πρόσωπό του. Ενοχλημένος, γύρισε με την κοιλιά στο δάπεδο, ενώ ένας λεπτός καπνός υψωνόταν από την πίπα του. Ήταν κρίμα που δεν είχε δει την ικανοποίηση να εμφανίζεται στο πρόσωπό της και κρίμα που δεν είχε δει ένα κοκκίνισμα να διαδέχεται την ικανοποίηση ύστερα από μια ματιά της Άμυς· η πρασινομάτα νεαρή έφυγε καμπουριασμένη, μοιάζοντας απίστευτα ταπεινωμένη. Και η Αβιέντα, που μισούσε τόσο το γεγονός ότι είχε αφήσει το δόρυ, που ακόμα έβλεπε τον εαυτό της σαν δοραταδελφή κάθε Κόρης, οποιασδήποτε φατρίας...; Αυτή κοίταζε συνοφρυωμένη την γκαϊ'σάιν που έβγαινε από το δωμάτιο, όπως η κυρά αλ'Βέρ θα αγριοκοίταζε κάποιον που είχε φτύσει στο πάτωμα. Παράξενος λαός. Απ' ό,τι έβλεπε ο Ραντ, η Εγκουέν ήταν η μόνη που είχε στα μάτια της κάποια συμπόνια.
«Το Γκόσιεν και το Σάαραντ», μουρμούρισε με το κύπελλο κοντά στο στόμα. Ο Ρούαρκ του είχε πει ότι κάθε αρχηγός φατρίας θα έφερνε μερικούς πολεμιστές στη Χρυσή Γαβάθα, για την τιμή, όπως και κάθε αρχηγός φυλής. Όλοι μαζί, σήμαινε περίπου χίλιους άντρες από κάθε φατρία. Δώδεκα φατρίες. Δώδεκα χιλιάδες άντρες και Κόρες τελικά, παγιδευμένοι στην παράξενη αίσθηση τιμή τους, έτοιμοι να χορέψουν τα δόρατα αν φτερνιζόταν μια γάτα. Ίσως και περισσότεροι, εξαιτίας της γιορτής. Σήκωσε το βλέμμα. «Έχουν βεντέτα, δεν είναι έτσι;» Ο Ρούαρκ και ο Λαν ένευσαν. «Είχες πει ότι στο Άλκαιρ Νταλ υπάρχει κάτι σαν την Ειρήνη του Ρουίντιαν, αλλά είδα πόσο συγκράτησε η Ειρήνη τον Κουλάντιν και τους Σάιντο. Ίσως να ήταν καλύτερα αν πήγαινα ευθύς αμέσως. Αν οι Γκόσιεν και οι Σάαραντ αρχίσουν να πολεμούν... Κάτι τέτοιο θα μπορούσε να εξαπλωθεί. Θέλω όλους τους Αελίτες να με στηρίζουν, Ρούαρκ».
«Το Γκόσιεν δεν είναι Σάιντο», είπε κοφτά η Μελαίν, κουνώντας τη χρυσοκόκκινη χαίτη της σαν λιονταρίνα.