Ο Ραντ σηκώθηκε αργά όρθιος. Όλοι τον κοίταζαν. Η Εγκουέν έσμιγε τα φρύδια πιο ανήσυχη κι από τον Ματ, όμως οι Αελίτες απλώς τον κοίταζαν. Δεν τους τάραζε να συζητούν για πόλεμο. Ο Ρούαρκ φαινόταν... έτοιμος. Και το πρόσωπο της Μουαραίν ήταν ατάραχο, γαλήνιο.
«Με συγχωρείτε», είπε ο Ραντ, «θα πάω να κάνω μια βόλτα για λίγο».
Η Αβιέντα σηκώθηκε στα γόνατα και η Εγκουέν στάθηκε όρθια, αλλά καμία τους δεν τον ακολούθησε.
50
Παγίδες
Έξω, στο πλακόστρωτο δρομάκι ανάμεσα στο σπίτι με τα κίτρινα τούβλα και το λαχανόκηπο στην αναβαθμίδα, ο Ραντ στεκόταν και κοίταζε το φαράγγι χωρίς να βλέπει πολλά, εκτός από τις απογευματινές σκιές, που σέρνονταν στον πυθμένα του φαραγγιού. Μακάρι να μπορούσε να εμπιστευτεί τη Μουαραίν, να πίστευε ότι δεν θα τον παρέδιδε στον Πύργο δεμένο στο λουρί· δεν αμφέβαλλε ότι αυτό θα έκανε η Μουαραίν, χωρίς να χρησιμοποιήσει ούτε μια φορά τη Δύναμη, αν υποχωρούσε έστω και λιγάκι μπροστά της. Αυτή η γυναίκα μπορούσε να πείσει ταύρο να μπει σε ποντικότρυπα χωρίς να το καταλάβει. Ο Ραντ μπορούσε να τη χρησιμοποιήσει. Φως μου, είμαι χειρότερος απ' αυτήν. Εκμεταλλεύομαι τους Αελίτες. Εκμεταλλεύομαι τη Μουαραίν. Μακάρι να μπορούσα να την εμπιστευτώ.
Κατευθύνθηκε προς το άνοιγμα του φαραγγιού, κατηφορίζοντας λοξά όποτε έβρισκε μονοπατάκι που να οδηγεί προς τα κει. Όλα ήταν στενά, στρωμένα με μικρές πέτρες, ενώ μερικά από τα πιο απότομα είχαν σκαλισμένα μικρά σκαλοπάτια. Από αρκετά σιδηρουργεία ακούγονταν τα σφυριά να κροταλίζουν αμυδρά. Δεν ήταν κατοικίες όλα τα κτίρια. Σε μια ανοιχτή πόρτα είδε μερικές γυναίκες να δουλεύουν σε αργαλειούς, σε μια άλλη μια αργυροχόος έστηνε τα σφυράκια και τα κοπίδια της, σε μια τρίτη ένας άντρας καθόταν σε τροχό αγγειοπλάστη με τα χέρια στον πηλό και τους φούρνους για τα τούβλα πίσω του. Άντρες και αγόρια, εκτός από τα πιο μικρά, φορούσαν το καντιν'σόρ, το γκρίζο και καφετί σακάκι και παντελόνι, όμως συχνά υπήρχαν λεπτές διαφορές μεταξύ πολεμιστών και τεχνιτών, ίσως να είχαν μικρότερη ζώνη μαχαιριού ή καθόλου, ή σούφα χωρίς μαύρο πέπλο. Βλέποντας, όμως, ένα σιδερά να ζυγιάζει ένα δόρυ, στο οποίο μόλις είχε βάλει μια αιχμή μήκους τριάντα πόντων, ο Ραντ δεν είχε την παραμικρή αμφιβολία ότι ο άνθρωπος όχι μόνο το είχε φτιάξει, αλλά και ήξερε να το χρησιμοποιήσει.
Τα δρομάκια δεν ήταν συνωστισμένα, παρ' όλο που υπήρχε αρκετός κόσμος ολόγυρα. Παιδιά γελούσαν, τρέχοντας και παίζοντας, ενώ έβλεπες τα μικρά κοριτσάκια να κρατάνε άλλοτε κούκλες και άλλοτε ψεύτικα δόρατα. Γκαϊ'σάιν κουβαλούσαν ψηλές, πήλινες κανάτες με νερό στο κεφάλι ή ξεχορτάριαζαν τους κήπους, συχνά υπό την επιτήρηση κάποιου δεκάχρονου ή δωδεκάχρονου παιδιού. Άντρες και γυναίκες πηγαινοέρχονταν στις καθημερινές τους αγγαρείες, που δεν διέφεραν πολύ απ' ό,τι θα έκαναν και στο Πεδίο του Έμοντ, είτε σκούπιζαν το κατώφλι, είτε διόρθωναν τον τοίχο. Τα παιδιά σχεδόν δεν του έριχναν δεύτερη ματιά, παρά το κόκκινο σακάκι και τις μπότες του με τις χοντρές σόλες, ενώ οι γκαϊ'σάιν είχαν τόσο ταπεινό βλέμμα, που δεν ήξερε αν τον πρόσεχαν ή όχι. Οι ενήλικες, όμως, είτε τεχνίτες, είτε πολεμιστές, είτε άντρες, είτε γυναίκες, τον κοίταζαν και τον μετρούσαν με το βλέμμα, όλο αβέβαια προσμονή.
Μικρά αγοράκια έτρεχαν ξυπόλητα με ρόμπες όμοιες με των γκαϊ'σάιν, αλλά στο καφετί και γκρίζο χρώμα του καντιν'σόρ όχι λευκές. Τα κοριτσάκια έτρεχαν κι αυτά ξυπόλητα, φορώντας κοντές φούστες, που μερικές φορές αποκάλυπταν τα γόνατά τους. Μια λεπτομέρεια στα κοριτσάκια τράβηξε την προσοχή του· μέχρι την ηλικία των δώδεκα χρόνων περίπου, είχαν τα μαλλιά χτενισμένα σε δύο κοτσίδες, μια πάνω από κάθε αφτί, δεμένες με πολύχρωμες κορδέλες. Όπως είχε κάνει τα δικά της τότε η Εγκουέν. Σίγουρα ήταν σύμπτωση. Μάλλον ο λόγος που είχε σταματήσει ήταν επειδή κάποια Αελίτισσα της είχε πει ότι εδώ έτσι ήταν χτενισμένα τα κοριτσόπουλα. Ήταν ανόητο να το σκέφτεται κανείς. Αυτή τη στιγμή μία γυναίκα τον απασχολούσε. Η Αβιέντα.
Στον πάτο του φαραγγιού οι πραματευτές έκαναν καλή δουλειά με τους Αελίτες, που συνωθούνταν γύρω από τις άμαξες με τις μουσαμαδένιες οροφές. Τουλάχιστον αυτό ίσχυε για τους αμαξάδες και την Κάιλι, που σήμερα φορούσε μια γαλάζια, δαντελωτή εσάρπα πάνω από τις φιλντισένιες χτένες της και έκανε σκληρά παζάρια με δυνατή φωνή. Ο Καντίρ, αντιθέτως, καθόταν σε ένα όρθιο βαρέλι στη σκιά της λευκής αμαξάς του, φορώντας λευκό σακάκι και σκουπίζοντας το πρόσωπό του, χωρίς να προσπαθεί να πουλήσει τίποτα. Κοίταξε τον Ραντ και έκανε να σηκωθεί, πριν σωριαστεί πάλι κάτω. Η Ισέντρε δεν φαινόταν πουθενά, αλλά προς μεγάλη έκπληξη του Ραντ, ο Νατάελ ήταν εκεί και ο μπαλωμένος μανδύας του είχε μαζέψει ένα κοπάδι παιδιών που τον ακολουθούσαν, καθώς και μερικούς ενήλικες. Όπως φαινόταν, η γοητεία ενός καινούριου και μεγαλύτερου κοινού τον είχε αποσπάσει από τους Σάιντο. Ή ίσως η Κάιλι να μην ήθελε να τον χάσει από τα μάτια της. Παρ' όλο που ήταν απορροφημένη στη δουλειά της, έκλεβε συχνά μια στιγμή για να κοιτάξει συνοφρυωμένη το βάρδο.