Ο Ραντ απέφυγε τις άμαξες. Ρώτησε τους Αελίτες και του είπαν πού είχαν πάει οι Τζίντο, καθένας στη στέγη της κοινωνίας του εδώ στην Κρυόπετρα. Η Στέγη της Κόρης ήταν κάπου στα μισά του ακόμα φωτισμένου ανατολικού τοιχώματος του φαραγγιού, ένα παραλληλόγραμμο από γκρίζα πέτρα με λαχανόκηπο στη στέγη, που σίγουρα ήταν πιο μεγάλο στο εσωτερικό απ’ όσο έδειχνε. Όχι ότι φαινόταν το εσωτερικό. Δύο Κόρες, που καθόταν ανακούρκουδα πλάι στην πόρτα με δόρατα και μικρές, στρογγυλές ασπίδες, του απαγόρευσαν την είσοδο γελώντας, σκανδαλισμένες που ένας άντρας ήθελε να μπει μέσα, αλλά η μια συμφώνησε να μεταφέρει την παράκλησή του.
Λίγα λεπτά αργότερα βγήκαν έξω οι Κόρες του Τζίντο και των Εννέα Κοιλάδων που είχαν πάει στην Πέτρα. Επίσης, βγήκαν κι όλες οι άλλες Κόρες της φυλής των Εννέα Κοιλάδων της Κρυόπετρας, που γέμισαν όλο το μέρος δεξιά κι αριστερά από το δρομάκι και σκαρφάλωσαν στη στέγη, ανάμεσα στα λαχανικά, για να τον βλέπουν, χαμογελώντας σαν να περίμεναν κάτι να τις ψυχαγωγήσει. Γκαϊ'σάιν, άντρες και γυναίκες, τις ακολούθησαν για να σερβίρουν μικρά φλιτζανάκια μαύρο τσάι· απ' ό,τι φαινόταν, ο κανόνας που απέκλειε τους άντρες από τη Στέγη της Κόρης δεν ίσχυε για τους γκαϊ'σάιν.
Όταν ο Ραντ εξέτασε αρκετά δώρα, η Αντελίν, η κατάξανθη Τζίντο με την ψιλή ουλή στο μάγουλο, έβγαλε ένα πλατύ, φιλντισένιο βραχιόλι όλο σκαλισμένα τριαντάφυλλα. Του φάνηκε ότι θα ταίριαζε στην Αβιέντα· αυτός που το είχε φτιάξει είχε προσθέσει με προσοχή αγκάθια ανάμεσα στα λουλουδάκια.
Η Αντελίν ήταν ψηλή ακόμα και για Αελίτισσα, μόνο μια πιθαμή της έλειπε για τον κοιτάζει στα μάτια από το ίδιο ύψος. Όταν άκουσε το λόγο που το ήθελε —εν μέρει το λόγο που το ήθελε· ο Ραντ απλώς είπε ότι ήταν ένα δώρο για τη διδασκαλία της, όχι ότι ήθελε να της γαληνέψει τα νεύρα για να κάνει πιο υποφερτή την παρέα της― η Αντελίν κοίταξε τριγύρω τις άλλες Κόρες. Όλες είχαν πάψει να χαμογελούν και τα πρόσωπά τους ήταν ανέκφραστα. «Δεν θέλω πληρωμή γι' αυτό, Ραντ αλ'Θόρ», του είπε αφήνοντας το βραχιόλι στο χέρι του.
«Είναι λάθος;» ρώτησε αυτός. Πώς θα το έβλεπε η Αελίτισσα; «Δεν θέλω με κανέναν τρόπο να ατιμάσω την Αβιέντα».
«Δεν θα ατιμαστεί». Έκανε νόημα σε μια γκαϊ'σάιν, που κρατούσε ένα ασημένιο δίσκο με πήλινα κύπελλα και μια κανάτα. Γέμισε δύο κύπελλα και του έδωσε το ένα. «Να θυμάσαι την τιμή», του είπε και ήπιε από το κύπελλο του.
Η Αβιέντα δεν είχε αναφέρει ποτέ κάτι τέτοιο. Διστακτικά, ήπιε μια γουλιά πικρό τσάι και επανέλαβε τα λόγια της. «Να θυμάσαι την τιμή». Έμοιαζε να είναι το ασφαλέστερο που θα μπορούσε να πει. Προς έκπληξη του, τον φίλησε απαλά στα μάγουλα.
Μια μεγαλύτερη Κόρη, γκριζομάλλα αλλά με πρόσωπο ακόμα σκληρό, εμφανίστηκε μπροστά του. «Να θυμάσαι την τιμή», είπε και ήπιε.
Χρειάστηκε να επαναλάβει την τελετή με όλες τις Κόρες που βρίσκονταν εκεί και στο τέλος κατέληξε απλώς να αγγίζει το κύπελλο στα χείλη του. Οι Αελίτικες τελετουργίες μπορεί να ήταν σύντομες και συγκεκριμένες, αλλά όταν έπρεπε να επαναλάβεις την ίδια με εβδομηντα-τόσες γυναίκες, γέμιζες ακόμα και με μικρές γουλιές. Όταν κατάφερε να το σκάσει, οι σκιές ανηφόριζαν την ανατολική πλευρά του φαραγγιού.
Βρήκε την Αβιέντα κοντά στο σπίτι της Λίαν, να χτυπά μανιασμένα ένα γαλάζιο, ριγέ κιλίμι που κρεμόταν στο σκοινί, ενώ δίπλα της άλλα σχημάτιζαν μια πολύχρωμη στοίβα. Μάζεψε μερικές ιδρωμένες τούφες που είχαν κολλήσει στο μέτωπό της και τον κοίταξε ανέκφραστα, καθώς της έδινε το βραχιόλι και της έλεγε ότι ήταν ένα δώρο σε ανταπόδοση για τη διδασκαλία της.
«Έχω δώσει βραχιόλια και περιδέραια σε φίλες που δεν κρατούσαν το δόρυ, Ραντ αλ'Θόρ, αλλά ποτέ δεν φόρεσα ένα». Η φωνή της ήταν εντελώς ανέκφραστη. «Αυτά τα πράγματα χτυπάνε και κάνουν φασαρία εκεί που πρέπει να είσαι αθόρυβος. Σκαλώνουν εκεί που πρέπει να είσαι σβέλτος».
«Αλλά μπορείς να το φορέσεις τώρα, που πας να γίνεις Σοφή».
«Ναι». Γύρισε το βραχιόλι από την άλλη, σαν να μην ήξερε τι να το κάνει, και απότομα έχωσε το χέρι της μέσα και το σήκωσε ψηλά για να το κοιτάξει. Έμοιαζε να κοιτάζει χειροπέδες.