Выбрать главу

«Αν δεν σου αρέσει... Αβιέντα, η Αντελίν είπε ότι δεν θα σπίλωνε την τιμή σου. Φάνηκε να το εγκρίνει». Της είπε την τελετή του τσαγιού κι εκείνη έκλεισε σφιχτά τα μάτια και ανατρίχιασε. «Υπάρχει κάποιο πρόβλημα;»

«Νομίζουν ότι θέλεις να προσελκύσεις το ενδιαφέρον μου». Ο Ραντ δεν μπορούσε να πιστέψει ότι η φωνή της μπορούσε να γίνει τόσο ουδέτερη. Το βλέμμα της δεν είχε το παραμικρό συναίσθημα. «Σε εγκρίνουν, λες και κρατώ ακόμα το δόρυ».

«Φως μου! Είναι απλό να τους το ξεδιαλύνω. Δεν —» Σταμάτησε καθώς τα μάτια της γέμιζαν φλόγες.

«Όχι! Δέχτηκες την έγκρισή τους και τώρα θες να την απορρίψεις; Αυτό ακριβώς θα με ατίμαζε! Νομίζεις ότι είσαι ο πρώτος άντρες που προσπαθεί να τραβήξει την προσοχή μου; Άσ' τες να σκέφτονται ό,τι σκέφτονται. Δεν σημαίνει τίποτα». Έκανε μια γκριμάτσα και έπιασε με τα δύο χέρια το ξεσκονιστήρι των χαλιών. «Φύγε». Κοίταξε το βραχιόλι ξανά. «Στ' αλήθεια δεν ξέρεις τίποτα, έτσι δεν είναι; Δεν ξέρεις τίποτα. Δεν είναι δικό σου το σφάλμα», πρόσθεσε. Φάνηκε να επαναλαμβάνει κάτι που της είχαν πει, ή να προσπαθεί να πειστεί η ίδια. «Συγνώμη αν σου χάλασα το φαγητό, Ραντ αλ'Θόρ. Σε παρακαλώ φύγε. Η Άμυς λέει ότι πρέπει να καθαρίσω όλα αυτά τα χαλιά και τα κιλίμια, όση ώρα κι αν κάνω. Θα μου πάρει όλη τη νύχτα, αν κάθεσαι εδώ να μου μιλάς». Του γύρισε την πλάτη και κατάφερε ένα σφοδρό χτύπημα στο κιλίμι· το φιλντισένιο βραχιόλι αναπήδησε στον καρπό της.

Δεν ήξερε αν η συγνώμη της οφειλόταν στο δώρο ή σε κάποια διαταγή της Άμυς —υποψιαζόταν ότι ήταν το δεύτερο― αλλά από τον τόνο της έμοιαζε να το εννοεί. Μπορεί να μη χαιρόταν γι' αυτό —κρίνοντας από το κουρασμένο γρύλισμα που συνόδευε κάθε γερό χτύπημα― αλλά δεν τον είχε κοιτάξει με μίσος ούτε στιγμή. Με στενοχώρια ναι, με αποστροφή, ακόμα και με οργή, αλλά όχι με μίσος. Καλύτερο από το τίποτα. Ίσως στο τέλος να γινόταν ευγενική.

Μπαίνοντας στο σπίτι της Λίαν, στον προθάλαμο της εισόδου με τα καφετιά πλακάκια, βρήκε τις Σοφές να μιλάνε, έχοντας τις εσάρπες ριγμένες χαλαρά στους ώμους. Όταν έκανε την εμφάνισή του, σιώπησαν.

«Θα πω να σου δείξουν την κρεβατοκάμαρά σου», είπε η Αμυς. «Οι άλλοι ξέρουν τα δικά τους δωμάτια».

«Ευχαριστώ». Κοίταξε την πόρτα σμίγοντας ελαφρώς τα φρύδια. «Άμυς, είπες στην Αβιέντα να μου ζητήσει συγνώμη για το δείπνο;»

«Όχι. Σου ζήτησε συγνώμη;» Τα γαλάζια μάτια της φάνηκαν για μια στιγμή συλλογισμένα· του φάνηκε ότι η Μπάιρ ήταν έτοιμη να χαμογελάσει. «Δεν θα τη διέταζα να κάνει κάτι τέτοιο, Ραντ αλ'Θόρ. Όταν η συγνώμη είναι αποτέλεσμα εξαναγκασμού, δεν είναι συγνώμη».

«Απλώς πρέπει να τινάζει τα χαλιά μέχρι να μαλακώσουν λίγο τα νεύρα της», είπε η Μπάιρ. «Τα υπόλοιπα είναι στο δικό της μυαλό».

«Κι ας μην ελπίζει ότι θα γλιτώσει το μόχθο», πρόσθεσε η Σεάνα. «Πρέπει να μάθει να συγκρατεί το θυμό της. Η Σοφή πρέπει να ελέγχει τα συναισθήματά της, όχι να την ελέγχουν αυτά». Μειδίασε και λοξοκοίταξε τη Μελαίν. Η ηλιόξανθη γυναίκα σούφρωσε τα χείλη και ρούφηξε τη μύτη της.

Προσπαθούσαν να τον πείσουν ότι από δω και πέρα η Αβιέντα θα ήταν μια θαυμάσια παρέα. Στ' αλήθεια τον περνούσαν για τυφλό; «Ξέρετε αυτό που ξέρω. Για την Αβιέντα. Ότι τη βάλατε να με κατασκοπεύει».

«Δεν ξέρεις όσα νομίζεις», είπε η Άμυς. Δεν σκόπευε με τίποτα στον κόσμο να του αποκαλύψει τίποτα, μιλώντας σαν Άες Σεντάι, με κρυμμένα νοήματα.

Η Μελαίν έπιασε την εσάρπα της και τον κοίταξε από πάνω ως κάτω συλλογισμένα. Ο Ραντ κάτι ήξερε για τις Άες Σεντάι· αν αυτή η Σοφή ήταν Άες Σεντάι, θα ήταν του Πράσινου Άτζα. «Παραδέχομαι», του είπε αυτή, «ότι στην αρχή σκεφτήκαμε πως στο πρόσωπό της θα έβλεπες μόνο μια ωραία γυναίκα και ότι αυτή θα έβρισκε την παρέα σου πιο ευχάριστη από τη δική μας, μιας και δεν είσαι άσχημος. Δεν υπολογίσαμε τη γλώσσα της. Και άλλα πράγματα».

«Τότε γιατί καίγεστε να μείνει μαζί μου;» Η φωνή του ήταν πιο έντονη απ' όσο ήθελε. «Αποκλείετε να πιστεύετε ότι θα της αποκαλύψω κάτι που δεν θέλω να μάθετε».

«Γιατί της επιτρέπεις να παραμείνει;» ρώτησε γαλήνια η Άμυς. «Αν αρνηθείς να τη δεχτείς, πώς θα σε αναγκάσουμε;»

«Τουλάχιστον έτσι ξέρω ποιος είναι ο κατάσκοπος». Καλύτερα να είχε την Αβιέντα μπροστά στα μάτια του, παρά να αναρωτιέται ποια απ' όλες τις Αελίτισσες τον παρακολουθούσε. Χωρίς αυτήν, ο Ραντ κάθε τυχαίο σχόλιο του Ρούαρκ θα το περνούσε για ύπουλη ερώτηση. Φυσικά, δεν αποκλειόταν κι αυτό. Ο Ρούαρκ ήταν παντρεμένος με μια απ' αυτές τις γυναίκες. Ξαφνικά χάρηκε που δεν είχε εκμυστηρευτεί πολλά στον αρχηγό φατρίας. Και παράλληλα λυπήθηκε γι' αυτή τη σκέψη του. Γιατί είχε πιστέψει ότι οι Αελίτες θα ήταν πιο απλοί από τους Δακρινούς Άρχοντες; «Είμαι ικανοποιημένος εκεί που είναι».