«Τότε είμαστε ικανοποιημένες κι εμείς», είπε η Μπάιρ.
Κοίταξε επιφυλακτικά τη γυναίκα με το ηλιοψημένο πρόσωπο. Η φωνή της είχε έναν τόνο σαν να ήξερε περισσότερα από τον Ραντ. «Δεν θα μάθει αυτό που θέλετε».
«Αυτό που θέλουμε;» ξέσπασε η Μελαίν· τα μακριά μαλλιά της κουνήθηκαν καθώς τίναζε το κεφάλι. «Η προφητεία λέει, “θα σώσει τα υπολείμματα των υπολειμμάτων τους”. Αυτό που θέλουμε, Ραντ αλ'Θόρ, Καρ'α'κάρν, είναι να σώσουμε όσο περισσότερους ανθρώπους μας μπορούμε. Ό,τι κι αν έχεις, ό,τι κι αν λέει το πρόσωπό σου, δεν νοιάζεσαι για μας. Θα σου δείξω ότι το αίμα μας είναι αίμα σου, ακόμα κι αν χρειαστεί να στήσω —»
«Νομίζω», την έκοψε ήρεμα η Άμυς, «ότι θα ήθελε τώρα να πάει στην κρεβατοκάμαρά του. Φαίνεται κουρασμένος». Χτύπησε δυνατά τα χέρια και εμφανίστηκε μια λυγερή γκαϊ'σάιν. «Δείξε του το δωμάτιο που του ετοιμάσαμε. Πήγαινέ του ό,τι χρειαστεί».
Η Σοφές τον άφησαν να στέκεται εκεί και ξεκίνησαν να φύγουν, ενώ η Μπάιρ και η Άμυς έριχναν κοφτερές ματιές στη Μελαίν, σαν μέλη του Κύκλου των Γυναικών που αγριοκοίταζαν κάποια που ήθελαν να επιπλήξουν. Η Μελαίν τις αγνόησε· καθώς η πόρτα έκλεινε πίσω της, μουρμούρισε κάτι σαν, «να βάλουμε στη μικρή λίγο μυαλό».
Ποια μικρή; Την Αβιέντα; Ήδη έκανε αυτό που ήθελαν. Μήπως την Εγκουέν; Ήξερε ότι μελετούσε κάτι με τις Σοφές. Και τι θα «έστηνε» για να του δώσει να καταλάβει ότι «το αίμα τους ήταν αίμα του»; Τι έστηνε και πώς αυτό θα έκανε τον Ραντ να καταλάβει ότι ήταν Αελίτης; Στήνει παγίδα, ίσως; Ανόητε! Δεν θα το έλεγε ξεκάθαρα αν αυτό εννοούσε. Τι λογής πράγματα στήνεις; Στήνεις το χορό, σκέφτηκε γελώντας μαλακά. Ήταν πολύ κουρασμένος για ερωτήσεις τώρα, ύστερα από δώδεκα μέρες στη σέλα και ένα μέρος της δέκατης τρίτης, μέσα στο λιοπύρι και την ξηρασία· δεν ήθελε να σκέφτεται πώς θα ήταν αν είχε κάνει την ίδια απόσταση περπατώντας με τον ίδιο ρυθμό. Η Αβιέντα σίγουρα είχε ατσάλινα πόδια. Ήθελε να ξαπλώσει.
Η γκαϊ'σάιν ήταν όμορφη, παρά την ψιλή, διαγώνια ουλή λίγο πάνω από το ανοιχτογάλανο μάτι της, η οποία έφτανε σε μαλλιά τόσο ανοιχτόχρωμα, που έμοιαζαν ασημένια. Άλλη μια Κόρη, που προς το παρόν, όμως, δεν ήταν τέτοια. «Έχεις την καλοσύνη να με ακολουθήσεις;» μουρμούρισε χαμηλώνοντας τα μάτια της.
Το δωμάτιο στο οποίο θα κοιμόταν δεν ήταν κρεβατοκάμαρα, φυσικά. Διόλου παράξενο, το «κρεβάτι» αποτελείτο από ένα χοντρό στρώμα πάνω σε μια στοίβα πολύχρωμα χαλάκια. Η γκαϊ'σάιν ― το όνομά της ήταν Τσιόν― έμεινε εμβρόντητη όταν της ζήτησε νερό για να πλυθεί, αλλά ο Ραντ είχε κουραστεί από τα ατμόλουτρα. Ήταν πρόθυμος να στοιχηματίσει ότι η Μουαραίν και η Εγκουέν δεν ήταν αναγκασμένες να κάθονται σε μια σκηνή γεμάτη ατμό για να καθαριστούν. Η Τσιόν, πάντως, του έφερε το νερό, καυτό, σε μια μεγάλη, καφετιά κανάτα που είχαν για να ποτίζουν το λαχανόκηπο, καθώς και μια μεγάλη, λευκή γαβάθα για να πλυθεί. Την έδιωξε από το δωμάτιο όταν προθυμοποιήθηκε να τον πλύνει αυτή. Παράξενοι άνθρωποι, από τον πρώτο ως τον τελευταίο!
Το δωμάτιο δεν είχε παράθυρα και το φώτιζαν ασημένιες λάμπες κρεμασμένες σε στηρίγματα στον τοίχο, αλλά ο Ραντ ήξερε ότι έξω δεν θα είχε σκοτεινιάσει ακόμα όταν θα τελείωνε το μπάνιο του. Δεν τον ένοιαζε. Πάνω στο στρώμα υπήρχαν μόνο δύο κουβέρτες, όχι πολύ χοντρές. Αναμφίβολα, άλλο ένα δείγμα του πόσο σκληροτράχηλοι ήταν οι Αελίτες. Ο Ραντ θυμόταν τις κρύες νύχτες στις σκηνές και ξαναντύθηκε, εκτός από το σακάκι και τις μπότες, έσβησε τις λάμπες και τρύπωσε στις κουβέρτες μέσα στο μαύρο σκοτάδι.
Παρ' όλο που ήταν τόσο κουρασμένος, στριφογυρνούσε και σκεφτόταν. Τι ήθελε να πει η Μελαίν; Γιατί δεν πείραζε τις Σοφές το γεγονός ότι ήξερε πως η Αβιέντα ήταν κατάσκοπος; Η Αβιέντα. Όμορφη γυναίκα, αν και πιο πεισματάρα από μουλάρι με τέσσερις οπλές πληγωμένες από πέτρες. Η ανάσα του ηρέμησε, οι σκέψεις του θόλωσαν. Ένας μήνας. Πολύς καιρός. Δεν είχε επιλογή. Τιμή. Το χαμόγελο της Ισέντρε. Ο Καντίρ που παρακολουθούσε. Παγίδα. Στήνεις παγίδα. Τίνος την παγίδα; Παγίδες. Μακάρι να μπορούσε να εμπιστευτεί τη Μουαραίν. Σπίτι. Ο Πέριν σίγουρα κολυμπούσε στη...
Με μάτια κλειστά, ο Ραντ κολυμπούσε αργά στο νερό. Ωραίο, δροσερό. Και τόσο υγρό. Ποτέ άλλοτε δεν είχε καταλάβει πόσο ωραία είναι η αίσθηση του υγρού. Σήκωσε το κεφάλι και κοίταξε τις ιτιές στη μια όχθη της λιμνούλας και τη μεγάλη βελανιδιά στην άλλη, με το χοντρό κορμό της και τα απλωμένα, σκιερά κλαριά πάνω από το νερό. Το Νεροδάσος. Ήταν ωραίο να είσαι σπίτι. Είχε την αίσθηση ότι είχε λείψει· δεν ήταν σίγουρος για το πού, αλλά πάντως δεν ήταν σημαντικό. Είχε ανέβει στο Λόφο της Σκοπιάς. Ναι. Ποτέ δεν είχε πάει παραπέρα. Δροσερό και υγρό. Μόνος του.