Ξαφνικά, δύο κορμιά έσκισαν τον αέρα από πάνω του, με τα γόνατα σφιγμένα στο στήθος, κι έπεσαν στη λίμνη, πετώντας νερά που τον τύφλωσαν. Τίναξε το κεφάλι για να διώξει το νερό από τα μάτια και είδε την Ηλαίην και τη Μιν να του χαμογελούν δεξιά και αριστερά του, μόνο τα κεφάλια τους, που ξεπρόβαλλαν από την ανοιχτή πράσινη επιφάνεια. Με δύο απλωτές μπορούσε να φτάσει είτε τη μια, είτε την άλλη. Να φύγει από τη μία για την άλλη. Δεν μπορούσε να τις αγαπά και τις δύο. Αγάπη; Τι ήταν αυτό που του είχε περάσει από το νου;
«Δεν ξέρεις ποια αγαπάς».
Στριφογύρισε τινάζοντας νερά. Η Αβιέντα στεκόταν στην όχθη, φορώντας καντιν'σόρ αντί για φούστα και μπλούζα. Δεν τον αγριοκοίταζε, όμως, απλώς τον κοίταζε. «Μπες στο νερό», της είπε. «Θα σου μάθω πώς να κολυμπάς».
Ένα μελωδικό γέλιο έκανε το κεφάλι του να γυρίσει στην απέναντι όχθη. Η γυναίκα που στεκόταν εκεί, ασπριδερή και γυμνή, ήταν η πιο όμορφη που είχε δει ποτέ του, ενώ τα μεγάλα, μαύρα μάτια της τον έκαναν να ζαλιστεί. Του φάνηκε ότι την ήξερε.
«Να σου επιτρέψω να μου κάνεις απιστία, έστω και στα όνειρά σου;» του είπε. Με κάποιον τρόπο αντιλαμβανόταν, χωρίς να κοιτάξει, ότι η Ηλαίην, η Μιν και η Αβιέντα δεν ήταν πια εκεί. Ένιωθε πια πολύ παράξενα.
Τον κοίταξε συλλογισμένα αρκετή ώρα, χωρίς καθόλου αμηχανία για τη γυμνότητά της. Σηκώθηκε αργά στις μύτες των ποδιών της, τράβηξε πίσω τα χέρια και μετά έκανε μια επιδέξια βουτιά στη λιμνούλα. Όταν ξεπρόβαλε το κεφάλι από τα νερά, τα αστραφτερά, μαύρα μαλλιά της δεν ήταν υγρά. Αυτό για μια στιγμή τον κατέπληξε. Ύστερα η γυναίκα τον έφτασε —είχε κολυμπήσει ή απλώς είχε βρεθεί εκεί;― και τον αγκάλιασε με χέρια και με πόδια. Το νερό ήταν δροσερό, η σάρκα της καυτή.
«Δεν μπορείς να το σκάσεις από μένα», μουρμούρισε. Εκείνα τα μαύρα μάτια έμοιαζαν πιο βαθιά από τη λιμνούλα. «Θα το απολαύσεις αυτό τόσο πολύ, που δεν θα το ξεχάσεις ποτέ, στον ύπνο ή ξυπνητός».
Στον ύπνο ή...; Όλα άλλαξαν, θόλωσαν. Αυτή κουλουριάστηκε πιο σφιχτά γύρω του και η θολούρα χάθηκε. Όλα ήταν όπως πριν. Βούρλα γέμιζαν τη μια άκρη της λιμνούλας· λέδερλιφ και πεύκα την άλλη, φτάνοντας σχεδόν ως το νερό.
«Σε ξέρω», της είπε αργά. Του φάνηκε ότι την ήξερε, αλλιώς γιατί την άφηνε να το κάνει αυτό; «Αλλά εγώ δεν... Δεν είναι σωστό αυτό». Προσπάθησε να τη σπρώξει, αλλά μόλις της ξεκολλούσε ένα χέρι από πάνω του, αυτό ξαναγυρνούσε.
«Πρέπει να σε σημαδέψω». Είχε μια φλόγα στο βάθος εκείνη η φωνή. «Πρώτα εκείνη η νερόβραστη η Ιλυένα και τώρα... Πόσες γυναίκες έχεις στις σκέψεις σου;» Ξαφνικά, τα άσπρα δοντάκια της χώθηκαν στο λαιμό του.
Μούγκρισε, την πέταξε μακριά και έφερε τα χέρια στο λαιμό του. Τα δόντια της τον είχαν τρυπήσει· αιμορραγούσε.
«Έτσι διασκεδάζεις εσύ, ενώ εγώ αναρωτιέμαι πού έχεις πάει;» είπε περιφρονητικά μια αντρική φωνή. «Γιατί να κρατήσω τη συμφωνία μας, όταν θέτεις έτσι σε κίνδυνο το σχέδιό μας;»
Ξαφνικά η γυναίκα βρέθηκε στην όχθη, φορώντας λευκά ρούχα, μια πλατιά ζώνη από δουλεμένο ασήμι στη στενή μέση της και ασημένια άστρα και μισοφέγγαρα στα μαλλιά της, που είχαν το χρώμα του ουρανού τα μεσάνυχτα. Η γη υψωνόταν λιγάκι πίσω της και κατέληγε σε ένα λοφίσκο με μια συστάδα μελίες πάνω του. Ο Ραντ δεν θυμόταν να έχει ξαναδεί μελίες εκεί. Η γυναίκα αντίκριζε μια... θολούρα. Ένα πλατύ, γκρίζο, ανθρωπόμορφο θάμπωμα του αέρα. Αυτό ήταν... λάθος, για κάποιο λόγο.
«Ο κίνδυνος», χλεύασε αυτή. «Φοβάσαι τον κίνδυνο όσο φοβάται και η Μογκέντιεν, έτσι δεν είναι; Θα σερνόσουν στις γωνίες σαν την Αράχνη. Αν δεν σε είχα βγάλει από το λαγούμι σου, ακόμα θα κρυβόσουν και θα μάζευες αποφάγια».
«Αν δεν μπορείς να συγκρατήσεις τις... ορέξεις σου», είπε η θολούρα με την αντρική φωνή, «γιατί να συνεργάζομαι μαζί σου; Αν είναι να ριψοκινδυνεύσω, θέλω μεγαλύτερη ανταμοιβή κι όχι να τραβάω τα νήματα μιας μαριονέτας».
«Τι εννοείς;» του είπε αυτή απειλητικά.
Η θολούρα τρεμόσβησε· ο Ραντ με κάποιον τρόπο κατάλαβε ότι αυτό σήμαινε δισταγμό, αβεβαιότητα για το αν είχε πει πολλά. Κι έπειτα, ξαφνικά, η θολούρα χάθηκε. Η γυναίκα τον κοίταξε, εκεί που ήταν ακόμα βυθισμένος στη λιμνούλα ως το λαιμό· το στόμα της σφίχτηκε γεμάτο ενόχληση και εκείνη εξαφανίστηκε.
Ο Ραντ ξύπνησε κι έμεινε ακίνητος, κοιτάζοντας στη μαυρίλα. Ένα όνειρο. Άραγε ήταν ένα συνηθισμένο όνειρο, ή μήπως ήταν κάτι άλλο; Έβγαλε το χέρι από τις κουβέρτες, ψηλάφισε το λαιμό του και ένιωσε τα σημάδια των δοντιών και το λεπτό ρυάκι του αίματος. Ό,τι όνειρο κι αν ήταν αυτό, βρισκόταν κι εκείνη μέσα. Η Λανφίαρ. Δεν την είχε ονειρευτεί. Ούτε την άλλη μορφή· κάποιον άντρα. Ένα ψυχρό χαμόγελο εμφανίστηκε στο πρόσωπό του. Παγίδες παντού τριγύρω. Παγίδες για απρόσεκτα πόδια. Τώρα πρέπει να προσέχω πού πατάω. Τόσες παγίδες. Όλοι έστηναν παγίδες.