Ο Ραντ έλυσε τη δεμένη ροή· το αόρατο τείχος που την παγίδευε έγινε μια φευγαλέα αύρα, που της κούνησε απαλά τη ρόμπα. «Δεν υπάρχει τίποτα για να συγχωρήσω», είπε κουρασμένα. Ένιωθε κατάκοπος. «Πήγαινε όπου θέλεις».
Εκείνη ορθώθηκε διστακτικά, άπλωσε το χέρι της και άφησε έναν αναστεναγμό ανακούφισης, όταν δεν ένιωσε τίποτα. Έπιασε τις άκρες της ρόμπας της και διέσχισε το γεμάτο γυαλιά χαλί, ενώ τα θρύψαλα έτριζαν κάτω από τα βελούδινα πέδιλά της. Λίγο πριν φτάσει στην πόρτα, σταμάτησε και τον κοίταξε με ολοφάνερο κόπο. Το βλέμμα της αρνιόταν να αντικρίσει το δικό του. «Θα πω να έρθουν οι Αελίτες, αν το επιθυμείς. Θα μπορούσα να στείλω μια Λες Σεντάι να φροντίσει τις πληγές σου».
Αυτή τη στιγμή θα προτιμούσε να είναι στο ίδιο δωμάτιο μ' ένα Μυρντράαλ ή με τον ίδιο τον Σκοτεινό, αλλά δεν είναι δειλή. «Σ' ευχαριστώ», της είπε χαμηλόφωνα, «αλλά όχι. Θα το εκτιμούσα αν δεν έλεγες πουθενά αυτό που συνέβη εδώ. Τουλάχιστον προς το παρόν. Θα το φροντίσω προσωπικά». Πρέπει να ήταν οι Αποδιωγμένοι.
«Όπως προστάζει ο Άρχοντας Δράκοντάς μου». Έκανε μια μουδιασμένη γονυκλισία και βγήκε βιαστικά, επειδή φοβόταν μήπως ο Ραντ αλλάξει γνώμη και δεν την αφήσει να φύγει.
«Ούτε και με τον ίδιο τον Σκοτεινό», μουρμούρισε ο Ραντ καθώς η πόρτα έκλεινε πίσω της.
Πλησίασε χωλαίνοντας το κρεβάτι, κάθισε αργά στο σεντούκι που ήταν στην άκρη του και ακούμπησε το Καλαντόρ στα γόνατά του, ενώ τα ματωμένα χέρια του αναπαύονταν στη λαμπερή λεπίδα. Μ' αυτό στα χέρια, ακόμα κι ένας Αποδιωγμένος θα τον φοβόταν. Σε λίγο θα ζητούσε να φέρουν τη Μουαραίν για να Θεραπεύσει τις πληγές του. Σε λίγο θα μιλούσε στους Αελίτες απ' έξω και θα ξαναγινόταν ο Αναγεννημένος Δράκοντας. Προς το παρόν, όμως, ήθελε μόνο να κάτσει και να θυμηθεί ένα βοσκό ονόματι Ραντ αλ'Θόρ.
3
Καθρέφτισμα
Παρά την ώρα, κόσμος πολύς διέσχιζε βιαστικά τους μεγάλους διάδρομους της Πέτρας ― ένα επίμονο ποταμάκι αντρών και γυναικών, που φορούσαν τα χρυσόμαυρα των υπηρετών της Πέτρας, ή την τυπική ενδυμασία του ενός ή του άλλου Υψηλού Άρχοντα. Πού και πού εμφανίζονταν κι ένας-δύο Υπερασπιστές, ασκεπείς, άοπλοι και κάποιοι με τα σακάκια ξεκούμπωτα. Οι υπηρέτες υποκλίνονταν στον Πέριν και τη Φάιλε αν τους πλησίαζαν κι ύστερα έσπευδαν να φύγουν. Οι περισσότεροι στρατιώτες ξαφνιάζονταν βλέποντάς τους. Μερικοί υποκλίνονταν δύσκαμπτα, φέρνοντας το χέρι στην καρδιά, όμως όλοι τάχυναν το βήμα, σαν να ανυπομονούσαν να απομακρυνθούν.
Αναμμένη ήταν μόνο η μία λάμπα στις τέσσερις. Στις μισοσκότεινες εκτάσεις ανάμεσα στους ψηλούς λυχνοστάτες, οι σκιές αγκάλιαζαν τα κρεμαστά υφαντά και έκρυβαν τα αραιά βαλμένα σεντούκια μπροστά στους τοίχους. Τα έκρυβαν για τα μάτια των άλλων, όχι του Πέριν. Τα δικά του μάτια έλαμπαν σαν στιλβωμένο χρυσάφι σε εκείνα τα μισοφωτισμένα τμήματα των διαδρόμων. Περπατούσε γοργά από λάμπα σε λάμπα και κρατούσε το βλέμμα χαμηλωμένο, εκτός από τα σημεία που ήταν καλά φωτισμένα. Οι περισσότεροι στην Πέτρα ήξεραν για τα μάτια του με το παράξενο χρώμα, με τον έναν ή με τον άλλο τρόπο. Κανείς δεν το ανέφερε, φυσικά. Ακόμα και η Φάιλε έμοιαζε να υποθέτει ότι το χρώμα είχε να κάνει με τη σχέση του με τις Άες Σεντάι, κάτι που απλώς έτσι ήταν, που το αποδεχόσουν χωρίς εξηγήσεις. Ακόμα κι έτσι, ο Πέριν πάντα ένιωθε ένα ρίγος στην πλάτη, όποτε συνειδητοποιούσε ότι ένας ξένος είχε δει τα μάτια του να αστράφτουν στο σκοτάδι. Όταν μετά έμεναν αμίλητοι, η σιωπή απλώς τόνιζε τη διαφορετικότητά του.
«Μακάρι να μη με κοίταζαν έτσι», μουρμούρισε όταν τους πέρασε ένας ψημένος βετεράνος Υπερασπιστής, που είχε τα διπλά του χρόνια, ο οποίος παραλίγο να το βάλει στα πόδια. «Σαν να με φοβούνται. Δεν με κοίταζαν παλιά, τουλάχιστον όχι με αυτό τον τρόπο. Τι κάνει αυτός ο κόσμος και δεν κοιμάται;» Μια γυναίκα με σφουγγαρίστρα και κουβά έκλινε το γόνυ και έφυγε σιγοτρέχοντας, με το κεφάλι σκυμμένο.
Με το χέρι της πλεγμένο στο δικό του, η Φάιλε τον κοίταξε. «Θα έλεγα ότι οι φρουροί κανονικά δεν πρέπει να βρίσκονται σ' αυτό το μέρος της Πέτρας, εκτός αν έχουν υπηρεσία. Είναι καλή η ώρα για να χαϊδολογήσει κανείς την υπηρέτρια στην καρέκλα του άρχοντα, ίσως για να κάτσουν οι δύο και να υποκριθούν ότι είναι άρχοντας κι αρχόντισσα, ενώ οι πραγματικοί κοιμούνται. Μάλλον φοβούνται μήπως τους αναφέρεις. Όσο για τους υπηρέτες, τις περισσότερες δουλειές τις κάνουν νύχτα. Ποιος θα τους ήθελε μέσα στα πόδια του, να σκουπίζουν, να ξεσκονίζουν και να γυαλίζουν στο φως της μέρας;»