Выбрать главу

Γέλασε μαλακά και γύρισε για να ξανακοιμηθεί ― και πάγωσε, κρατώντας την ανάσα του. Δεν ήταν μόνος στο δωμάτιο. Η Λανφίαρ.

Άπλωσε μανιασμένα προς την Αληθινή Πηγή. Για μια στιγμή του φάνηκε ότι θα τον νικούσε ο ίδιος του ο φόβος. Κι ύστερα ένιωσε να αιωρείται στην ψυχρή γαλήνη του Κενού, να γεμίζει από το λυσσασμένο ποτάμι της Δύναμης. Πετάχτηκε όρθιος κι εξαπέλυσε το χτύπημά του. Οι λάμπες άναψαν μ' ένα δυνατό φως.

Η Αβιέντα καθόταν ανακούρκουδα πλάι στην πόρτα, με το στόμα ανοιχτό και τα πράσινα μάτια να κοιτάνε γουρλωμένα τις λάμπες και τα δεσμά, αόρατα γι' αυτήν, που την έδεναν ολόκληρη. Δεν μπορούσε ούτε το κεφάλι της να κουνήσει· ο Ραντ υπολόγιζε ότι ήταν κάποιος όρθιος εκεί και η ύφανση εκτεινόταν ψηλά πάνω της. Άφησε αμέσως τις ροές του Αέρα.

Εκείνη σηκώθηκε όρθια με κόπο και παραλίγο να της πέσει η εσάρπα από τη βιασύνη. «Δεν.., δεν νομίζω ότι θα συνηθίσω ποτέ το...» Έδειξε τις λάμπες. «Από έναν άντρα».

«Μ' έχεις ξαναδεί να χειρίζομαι τη Μία Δύναμη». Ο θυμός έρεε πηχτός στην επιφάνεια του Κενού που τον περιέβαλλε. Είχε τρυπώσει στο δωμάτιό του νυχτιάτικα. Τον είχε κατατρομάξει. Ήταν τυχερή που δεν την είχε χτυπήσει, που δεν την είχε σκοτώσει κατά λάθος. «Κοίτα να το συνηθίσεις. Είμαι Εκείνος Που Έρχεται Με Την Αυγή, είτε θες να το παραδεχτείς, είτε όχι».

«Αυτό δεν έχει να κάνει με —»

«Τι ζητάς εδώ;» απαίτησε να μάθει ψυχρά.

«Οι Σοφές, μια-μια, σε παρακολουθούν απ' έξω. Ήθελαν να συνεχίσουν να σε παρακολουθούν μέσα από...» Η φωνή της έσβησε, το πρόσωπό της κοκκίνισε.

«Από που;» Εκείνη έμεινε να τον κοιτάζει, ενώ το πρόσωπό της γινόταν ολοένα και πιο κόκκινο. «Αβιέντα, από π —;» Ονειροβάτισσες. Πώς δεν το είχε σκεφτεί; «Μέσα από τα όνειρά μου», είπε τραχιά. «Πόσον καιρό κατασκοπεύουν το κεφάλι μου;»

Εκείνη άφησε τη βαθιά ανάσα της να βγει αργά. «Κανονικά δεν έπρεπε να σου το πω. Αν το μάθει η Μπάιρ... Η Σεάνα είπε ότι απόψε ήταν πολύ επικίνδυνα. Δεν το καταλαβαίνω: δεν μπορώ να μπω στο όνειρο χωρίς μια Σοφή να με βοηθήσει. Κάτι επικίνδυνο απόψε, μόνο αυτό ξέρω. Να γιατί κάθονται με τη σειρά στην πόρτα αυτής της στέγης. Όλες ανησυχούν».

«Ακόμα δεν απάντησες σ' αυτό που σε ρώτησα».

«Δεν ξέρω τι γυρεύω εδώ», μουρμούρισε αυτή. «Αν χρειάζεσαι προστασία...» Κοίταξε το μαχαιρίδιο στη ζώνη της, άγγιξε τη λαβή. Το φιλντισένιο βραχιόλι φάνηκε να την ενοχλεί· σταύρωσε τα χέρια για να το κρύψει στη μασχάλη της. «Δεν μπορώ να σε προστατεύσω καλά μ' ένα τόσο μικρό μαχαίρι και η Μπάιρ λέει ότι, αν ξαναπιάσω δόρυ χωρίς να μου έχει επιτεθεί κανείς, τότε θα μου γδάρει το τομάρι και θα το κάνει ασκί για νερό. Δεν ξέρω γιατί πρέπει να χάνω τον ύπνο μου για να σε προστατεύω. Εξαιτίας σου ξεσκόνιζα χαλιά μέχρι πριν από μία ώρα. Στο φως του φεγγαριού!»

«Δεν σε ρώτησα αυτό. Πόσον καιρό —;» Ξαφνικά σταμάτησε. Είχε κάτι ο αέρας, μια αίσθηση ότι κάτι πήγαινε στραβά. Ότι υπήρχε κάτι κακό. Ίσως να ήταν η φαντασία του, απομεινάρι του ονείρου. Ίσως.

Της κόπηκε η ανάσα όταν εμφανίστηκε το φλογερό σπαθί στα χέρια του, με την κάπως κυρτή λεπίδα να έχει το σημάδι του ερωδιού. Η Λανφίαρ τον είχε κατηγορήσει ότι χρησιμοποιούσε μόνο το ένα δέκατο των ικανοτήτων του, όμως κι αυτό ακόμα το είχε βρει μαντεύοντας και ψάχνοντας στα τυφλά. Δεν ήξερε καν το ένα δέκατο όσων μπορούσε να κάνει. Ήξερε, όμως, το σπαθί.

«Μείνε πίσω μου». Την κατάλαβε αφηρημένα να ξεθηκαρώνει το μαχαίρι, ενώ αυτός έβγαινε από το δωμάτιο με τις κάλτσες, αθόρυβος πάνω σε εκείνα τα χαλιά. Το παράξενο ήταν ότι δεν έκανε πιο πολύ κρύο απ' όσο όταν είχε πλαγιάσει. Ίσως αυτοί οι πέτρινοι τοίχοι να συγκρατούσαν τη ζέστη που υπήρχε, γιατί όσο προχωρούσε, τόσο δυνάμωνε το κρύο.

Ακόμα και οι γκαϊ'σάιν πρέπει να είχαν ξαπλώσει τώρα. Οι διάδρομοι και οι θάλαμοι ήταν σιωπηλοί και άδειοι, ενώ οι περισσότεροι φωτίζονταν αμυδρά από τις σκόρπιες λάμπες που έκαιγαν ακόμα. Εδώ, χωρίς λάμπες θα επικρατούσε πυκνό σκοτάδι ακόμα και το μεσημέρι κι έτσι μερικές πάντα έμεναν αναμμένες. Η αίσθηση ήταν ακόμα αόριστη, αλλά δεν χανόταν. Το κακό.

Ο Ραντ κοντοστάθηκε απότομα στην πλατιά αψίδα που έβγαζε στον προθάλαμο της εισόδου με τα καφετιά πλακάκια. Σε κάθε γωνιά του δωματίου υπήρχε μια λάμπα, που μαζί έριχναν ένα χλωμό φως. Στο κέντρο, ένας ψηλός άντρας στεκόταν με το κεφάλι σκυμμένο πάνω από μια γυναίκα, αγκαλιάζοντάς τη με χέρια που ήταν τυλιγμένα στο μαύρο μανδύα του, ενώ το κεφάλι της ήταν γερμένο πίσω και η λευκή κουκούλα είχε πέσει, καθώς αυτός είχε κολλήσει το πρόσωπο στο λαιμό της. Η Τσιόν είχε μισοκλείσει τα μάτια και χαμογελούσε εκστατικά. Μια αίσθηση ντροπής γλίστρησε στην επιφάνεια του Κενού. Ύστερα ο άντρας σήκωσε το κεφάλι.