Μαύρα μάτια ατένισαν τον Ραντ, υπερβολικά μεγάλα για το χλωμό, λιπόσαρκο πρόσωπό του· ένα σουφρωμένο στόμα με κόκκινα χείλη άνοιξε σε μια παρωδία χαμόγελου, αποκαλύπτοντας κοφτερά δόντια. Η Τσιόν σωριάστηκε στο πάτωμα, καθώς ο μανδύας άνοιγε και μεταμορφωνόταν σε πλατιά φτερά νυχτερίδας. Το Ντραγκχάρ τη δρασκέλισε απλώνοντας τα κατάλευκα χέρια του προς τον Ραντ, με τα μακριά, λεπτά δάχτυλά του να καταλήγουν σε γαμψώνυχα. Ο κίνδυνος, όμως, δεν ήταν τα γαμψώνυχα και τα δόντια. Το φιλί του Ντραγκχάρ ήταν αυτό που σκότωνε, και κάτι χειρότερο.
Το μουρμουριστό, υπνωτικό τραγούδι του κόλλησε στο Κενό. Τα μαύρα, δερμάτινα φτερά του έκαναν να τυλίξουν τον Ραντ, που προχωρούσε μπροστά. Μια έκπληκτη έκφραση φάνηκε για μια στιγμή στα πελώρια, μαύρα μάτια, πριν το σφυρηλατημένο από τη Δύναμη σπαθί κόψει το κρανίο του Ντραγκχάρ από τη μέση της μύτης του.
Μια ατσάλινη λεπίδα θα είχε μείνει κολλημένη εκεί, αλλά αυτή η λεπίδα, που ήταν υφασμένη από φωτιά, ελευθερώθηκε εύκολα καθώς το πλάσμα έπεφτε. Για μια στιγμή, βαθιά στην καρδιά του Κενού, ο Ραντ εξέτασε το πράγμα στα πόδια του. Εκείνο το τραγούδι. Αν το κενό δεν τον θωράκιζε από τα συναισθήματα, αν δεν τον κρατούσε απαθή και απόμακρο, εκείνο το τραγούδι θα του είχε αιχμαλωτίσει την καρδιά. Το Ντραγκχάρ σίγουρα αυτό πίστευε, βλέποντάς τον να το πλησιάζει τόσο πρόθυμα.
Η Αβιέντα έτρεξε από δίπλα του και γονάτισε πλάι στην Τσιόν, για να ψηλαφίσει το λαιμό της γκαϊ'σάιν.
«Είναι νεκρή», είπε και έκλεισε τα μάτια της γυναίκας. «Ίσως να είναι καλύτερα έτσι. Τα Ντραγκχάρ τρώνε την ψυχή, πριν ρουφήξουν τη ζωή. Ντραγκχάρ! Εδώ πέρα!» Τον αγριοκοίταξε όπως ήταν σκυμμένη εκεί. «Τρόλοκ στο Ίμρε Σταντ και τώρα ένα Ντραγκχάρ εδώ. Φέρνεις δύστυχους καιρούς στη Τρίπτυχη —» Με μια κραυγή έπεσε πάνω στην Τσιάντ, καθώς ο Ραντ σήκωνε το σπαθί του.
Μια στήλη συμπαγούς φωτιάς πετάχτηκε από τη λεπίδα και πέρασε από πάνω της, για να χτυπήσει κατάστηθα το Ντραγκχάρ που έκλεινε την εξώπορτα. Ο Σκιογέννητος γέμισε φλόγες και τρέκλισε προς τα πίσω, ουρλιάζοντας, παραπατώντας στο μονοπάτι και ανεβοκατεβάζοντας τα φτερά του, που έσταζαν φωτιά.
«Ξύπνα τους όλους», είπε γαλήνια ο Ραντ. Είχε παλέψει η Τσιόν; Πόσο την είχε κρατήσει η τιμή της; Δεν θα άλλαζε τίποτα. Τα Ντραγκχάρ σκοτώνονταν πιο εύκολα από τους Μυρντράαλ, αλλά με το δικό τους τρόπο ήταν πιο επικίνδυνα. «Αν ξέρεις πώς να σημάνεις συναγερμό, κάνε το».
«Το σήμαντρο πλάι στην πόρτα —»
«Θα το κάνω εγώ. Ξύπνα τους. Μπορεί να μην είναι μόνο δύο».
Εκείνη ένευσε και χίμηξε πίσω, απ’ όπου είχαν έρθει. «Πιάστε τα δόρατα! Ξυπνήστε και πιάστε τα δόρατα!» φώναζε.
Ο Ραντ βγήκε έξω επιφυλακτικά, με το σπαθί προτεταμένο και τη Δύναμη να τον γεμίζει, να τον συναρπάζει. Να τον αηδιάζει. Ήθελε να γελάσει, να κάνει εμετό. Η νύχτα ήταν παγερή, αλλά σχεδόν δεν ένιωθε το κρύο.
Το φλεγόμενο Ντραγκχάρ ήταν σωριασμένο στο λαχανόκηπο της αναβαθμίδας και βρωμούσε κρέας που καιγόταν, προσθέτοντας το φως της δικής του, χαμηλής φωτιάς σε εκείνο του φεγγαριού. Λίγο πιο κάτω στο μονοπάτι κείτονταν η Σεάνα, με τα μακριά, γκρίζα μαλλιά της απλωμένα σαν βεντάλια, ατενίζοντας τον ουρανό με γουρλωμένα μάτια που δεν βλεφάριζαν. Το μαχαίρι της ήταν δίπλα, αλλά δεν είχε καμία ελπίδα μπροστά σε ένα Ντραγκχάρ.
Τη στιγμή που ο Ραντ άρπαζε την ξυλόσφυρα με τη δερμάτινη επένδυση που κρεμόταν πλάι στο τετράγωνο, μπρούτζινο σήμαντρο, ένα πανδαιμόνιο ξέσπασε στο στόμιο του φαραγγιού, ανθρώπινες κραυγές και Τρολοκικά ουρλιαχτά, η κλαγγή του ατσαλιού, τσιρίδες. Χτύπησε με δύναμη το σήμαντρο και το ηχηρό καμπάνισμά του αντήχησε στο φαράγγι· σχεδόν αμέσως ήχησε άλλο ένα σήμαντρο και μετά άλλα. «Πιάστε τα δόρατα!» ακουγόταν από δεκάδες στόματα.
Κραυγές σύγχυσης υψώθηκαν γύρω από τις άμαξες των πραματευτών πιο κάτω. Εμφανίστηκαν φωτισμένα τετράγωνα και άνοιξαν πόρτες απότομα στις δύο άμαξες που έμοιαζαν με κουτιά, οι οποίες λαμπύριζαν λευκές στο σεληνόφως. Κάποιος φώναζε θυμωμένα εκεί κάτω ― μια γυναίκα· ο Ραντ δεν καταλάβαινε ποια.
Ένα φτεροκόπημα ακούστηκε στον αέρα από πάνω του. Γρυλίζοντας, ο Ραντ ύψωσε το πύρινο σπαθί· η Μία Δύναμη κόρωσε μέσα του και φωτιά ξεπήδησε από τη λεπίδα. Το Ντραγκχάρ που έσκυβε πλησιάζοντας έσκασε με μια βροχή από φλεγόμενα κομμάτια, που έπεσαν στο σκοτάδι πιο κάτω.
«Πάρε», είπε ο Ρούαρκ. Τα μάτια του αρχηγού φατρίας ήταν σκληρά κάτω από το μαύρο πέπλο του· ήταν ντυμένος κανονικά και κρατούσε μια στρογγυλή ασπίδα και δόρατα. Ο Ματ στεκόταν πίσω του, χωρίς σακάκι, με γυμνό το κεφάλι, το πουκάμισο μισοβαλμένο στο παντελόνι, κοιτώντας αβέβαια γύρω και σφίγγοντας με τα δύο χέρια το μαύρο δόρυ του.