Ο Ραντ πήρε το σούφα από τον Ρούαρκ και μετά το άφησε να πέσει. Μια μορφή με φτερά νυχτερίδας πέταξε μπροστά από το φεγγάρι, ύστερα χαμήλωσε στην απέναντι πλευρά του φαραγγιού και έγινε ένα με τις σκιές. «Εμένα κυνηγούν. Ας δουν το πρόσωπό μου». Η Δύναμη έρευσε μέσα του· το σπαθί στο χέρι του πύρωσε τόσο, που ήταν σαν να τον φώτιζε ένας μικρός ήλιος. «Δεν μπορούν να με βρουν, αν δεν ξέρουν πού βρίσκομαι». Γελώντας επειδή δεν καταλάβαιναν το αστείο, έτρεξε προς τους ήχους της μάχης.
Ο Ματ τράβηξε το δόρυ του από το στήθος ενός Τρόλοκ με μουσούδα αγριογούρουνου και έσκυψε, με το βλέμμα να χτενίζει το φεγγαρόλουστο σκοτάδι για άλλους κοντά στο στόμιο του φαραγγιού. Να καείς, Ραντ! Καμία μορφή απ' αυτές που έβλεπε να κινούνται δεν ήταν αρκετά μεγάλη για Τρόλοκ. Όλο σε τέτοια με μπλέκεις! Αδύναμα βογκητά ακούγονταν από τους πληγωμένους. Μια σκοτεινή μορφή, που του φάνηκε ότι ήταν η Μουαραίν, γονάτιζε πλάι σε έναν Αελίτη. Οι πύρινες μπάλες που εκτόξευε ήταν εντυπωσιακές, όσο και το σπαθί του Ραντ, που πετούσε στήλες φωτιάς. Αυτό το σπαθί έλαμπε τόσο πολύ, ώστε δημιουργούσε έναν κύκλο φωτός γύρω από τον Ραντ. Έπρεπε να είχα μείνει στις κουβέρτες μου. Κάνει κρύο και όλα αυτά δεν έχουν σχέση με μένα! Κι άλλες Αελίτισσες έκαναν την εμφάνισή τους, γυναίκες με φούστες που έρχονταν να βοηθήσουν τους τραυματισμένους. Μερικές απ' αυτές έφεραν δόρατα· μπορεί συνήθως να μην πολεμούσαν, αλλά τη στιγμή που η μάχη είχε μπει στο φρούριο, δεν θα στέκονταν άπραγες παράμερα.
Μια Κόρη στάθηκε δίπλα του, κατεβάζοντας το πέπλο της. Δεν διέκρινε το πρόσωπό της, που γεμάτο με τις σκιές του φεγγαριού. «Καλά χορεύεις το δόρυ, τζογαδόρε. Είναι παράξενες μέρες όταν οι Τρόλοκ έρχονται στην Κρυόπετρα». Κοίταξε τη σκιερή μορφή που ο Ματ νόμιζε ότι ήταν η Μουαραίν. «Μπορεί να είχαν καταφέρει να μπουν μέσα χωρίς τις Άες Σεντάι».
«Δεν ήταν αρκετοί για να το καταφέρουν», είπε αυτός χωρίς να το σκεφτεί. «Ήθελαν να τραβήξουν την προσοχή εδώ». Έτσι ώστε εκείνα τα Ντραγκχάρ να έχουν την ευκαιρία να φτάσουν τον Ραντ;
«Νομίζω ότι έχεις δίκιο», του είπε αργά. «Είσαι αρχηγός στρατιωτών στους υδρόβιους;»
Ο Ματ ευχήθηκε να μην είχε ανοίξει το στόμα. «Διάβασα ένα βιβλίο κάποτε», είπε και γύρισε για να φύγει. Που να καούν τα κομμάτια από τις αναμνήσεις άλλων. Μπορεί ύστερα απ' αυτό οι πραματευτές να ήθελαν να φύγουν.
Όταν στάθηκε κοντά στις άμαξες, όμως, ούτε η Κάιλι, ούτε ο Καντίρ φαίνονταν πουθενά. Οι αμαξάδες είχαν μαζευτεί όλοι κοντά και έδιναν ο ένας στον άλλο φλασκιά με κάτι που μύριζε σαν το καλό μπράντυ που πουλούσαν, μουρμουρίζοντας ανάστατοι, λες και οι Τρόλοκ τους είχαν φτάσει. Η Ισέντρε στεκόταν στην κορυφή της σκάλας στην άμαξα του Καντίρ και έσμιγε τα φρύδια χωρίς να κοιτάζει τίποτα. Ακόμα και συνοφρυωμένη, ήταν πανέμορφη πίσω από εκείνη την αραχνοΰφαντη εσάρπα. Ο Ματ χάρηκε που τουλάχιστον οι αναμνήσεις από γυναίκες ήταν δικές του.
«Οι Τρόλοκ τέλος», της είπε, γέρνοντας στο δόρυ του για να το προσέξει σίγουρα. Να μην πάει άδικα που ριψοκινδύνευσα να μου ανοίξουν το κεφάλι στα δύο. Η κούραση στη φωνή του δεν ήταν προσποιητή. «Η μάχη ήταν σκληρή, αλλά τώρα είσαι ασφαλής».
Εκείνη τον κοίταξε με το πρόσωπο ανέκφραστο και τα μάτια να λαμπυρίζουν στο σεληνόφως σαν μαύρη, στιλβωμένη πέτρα. Δίχως λέξη, γύρισε και μπήκε μέσα, βροντώντας την πόρτα, Δυνατά.
Ο Ματ άφησε την ανάσα του να βγει αργά, αηδιασμένος, και έφυγε από τις άμαξες. Τι έπρεπε να κάνει για να εντυπωσιάσει αυτή τη γυναίκα; Ένα κρεβάτι, αυτό ήθελε τώρα. Να γυρίσει στις κουβέρτες του και να αφήσει τον Ραντ να ασχοληθεί με τους Τρόλοκ και τα παλιο-Ντραγκχάρ. Ο άνθρωπος έμοιαζε να το απολαμβάνει. Τι γέλιο ήταν εκείνο.
Τώρα ο Ραντ ανηφόριζε το φαράγγι, με τη λάμψη του σπαθιού σαν φως λάμπας γύρω του μέσα στη νύχτα. Εμφανίστηκε η Αβιέντα και έτρεξε να τον ανταμώσει σηκώνοντας τη φούστα πάνω από κι γόνατα, αλλά μετά σταμάτησε. Άφησε τη φούστα της να πέσει, την ίσιωσε και πήγε πλάι στον Ραντ, τραβώντας την εσάρπα γύρω από το κεφάλι της. Αυτός δεν φάνηκε να τη βλέπει και το πρόσωπό της έμεινε ανέκφραστο σαν πέτρα. Άξιζαν ο ένας τον άλλο.
«Ραντ», φώναξε μια βιαστική σκιά με τη φωνή της Μουαραίν, που ήταν σχεδόν εξίσου μελωδική με τη φωνή της Κάιλι, αλλά η μουσική της ήταν παγερή. Ο Ραντ γύρισε, την περίμενε και εκείνη βράδυνε το βήμα πριν φανεί καθαρά, μπαίνοντας στο φως με μια βασιλική πόζα που θα ταίριαζε σε παλάτι. «Η κατάσταση χειροτερεύει, Ραντ. Η επίθεση στο Ίμρε Σταντ θα μπορούσε να έχει στόχο τους Αελίτες —δεν ήταν πιθανό, αλλά θα μπορούσε― όμως απόψε τα Ντραγκχάρ σίγουρα έψαχναν εσένα».