«Σκοπεύω να πάω στο Άλκαιρ Νταλ», είπε ο Ραντ με σιγουριά. «Τώρα. Θα ζητήσω συγνώμη από όσους αρχηγούς νομίσουν ότι ατιμάστηκαν φτάνοντας αργά, αλλά δεν θα αφήσω τον Κουλάντιν να βρεθεί εκεί νωρίτερα από μένα. Δεν θα αρκεστεί να στρέψει τη Σεβάνα εναντίον μου, Ρούαρκ. Δεν θέλω να του χαρίσω ένα μήνα».
Ύστερα από μια στιγμή, ο Ρούαρκ μίλησε. «Μάλλον έχεις δίκιο. Φέρνεις την αλλαγή, Ραντ αλ'Θόρ. Με το χάραμα, λοιπόν. Θα διαλέξω δέκα Κόκκινες Ασπίδες για την τιμή μου και οι Κόρες θα είναι για τη δική σου».
«Θέλω να φύγω μόλις φωτίσει ο ουρανός, Ρούαρκ. Μ' όσα χέρια μπορούν να κρατήσουν δόρυ ή να τραβήξουν χορδή τόξου».
«Το έθιμο —»
«Δεν υπάρχουν έθιμα για μένα, Ρούαρκ». Μπορούσες να σπάσεις πέτρες με τη φωνή του Ραντ, να κάνεις το κρασί να γεμίσει πάγο. «Πρέπει να φτιάξω καινούρια». Γέλασε τραχιά. Η Αβιέντα φάνηκε να μένει εμβρόντητη, ενώ ακόμα και ο Ρούαρκ ανοιγόκλεισε τα μάτια σαστισμένος. Μόνο η Μουαραίν είχε μείνει ατάραχη, με το συλλογισμένο βλέμμα της. «Ας το πει κάποιος στους πραματευτές», συνέχισε ο Ραντ. «Δεν θα θέλουν να χάσουν τη γιορτή, αλλά αν δεν σταματήσουν τους αμαξάδες να πίνουν, θα είναι τόσο μεθυσμένοι, που θα τους πέφτουν τα χάμουρα. Κι εσύ, Ματ; Έρχεσαι;»
Δεν σκόπευε να αφήσει από τα μάτια του τους πραματευτές, την οδό διαφυγής του από την Ερημιά. «Α, μα είμαι μαζί σου, Ραντ». Το χειρότερο ήταν που ένιωθε ότι αυτό ήταν το σωστό. Άτιμε τα'βίρεν, που με σέρνεις! Πώς το είχε σκάσει ο Πέριν; Φως μου, μακάρι να ήμουν μαζί του τώρα. «Γιατί όχι;»
Έβαλε το δόρυ στον ώμο και άρχισε να ανεβαίνει το φαράγγι. Τουλάχιστον προλάβαινε να κοιμηθεί λιγάκι. Πίσω του άκουσε τον Ραντ να χασκογελά.
51
Αποκαλύψεις Στο Τάντσικο
Η Ηλαίην πάλευε με τα δύο λεπτά, κόκκινα, λακαρισμένα ξυλαράκια, για να τα πιάσει σωστά στα δάχτυλά της. Σούρσα, σκέφτηκε. Όχι ξυλαράκια· σούρσα. Τι ανόητος τρόπος για να τρως, όπως κι αν λέγονται.
Στην άλλη μεριά του τραπεζίου, στην Αίθουσα των Μπουμπουκιών που Πέφτουν, η Εγκήνιν κοίταζε συνοφρυωμένη τα δικά της σούρσα, που τα κρατούσε όρθια, το ένα σε κάθε χέρι, σαν να ήταν πραγματικά ξυλαράκια. Η Νυνάβε είχε σφίξει τα δικά της στο χέρι με τον τρόπο που τους είχε δείξει η Ρέντρα, αλλά ως τώρα είχε καταφέρει να σηκώσει στο στόμα της μόνο μια μπουκιά κρέας και μερικές κομμένες πιπεριές· τα μάτια της γυάλιζαν από την αποφασιστικότητα. Πολλά λευκά πιάτα ήταν απλωμένα στο τραπέζι, καθένα γεμάτο φέτες και κομματάκια από κρέας και λαχανικά, μερικά μέσα σε σάλτσες, άλλες σκούρες κι άλλες ανοιχτόχρωμες. Η Ηλαίην σκεφτόταν ότι θα ήθελε όλη τη μέρα για να φάει αυτό το γεύμα. Κοίταξε με ευγνωμοσύνη την ιδιοκτήτρια του πανδοχείου με τα μελιά μαλλιά, καθώς εκείνη έγερνε πάνω από τον ώμο της για να της βάλει σωστά στο χέρι τα σούρσα.
«Η χώρα σου είναι σε πόλεμο με το Άραντ Ντόμαν», είπε η Εγκήνιν σχεδόν θυμωμένη. «Γιατί σερβίρεις τα φαγητά του εχθρού σου;»
Η Ρέντρα σήκωσε τους ώμους και σούφρωσε τα χείλη πίσω από το πέπλο της· σήμερα φορούσε το πιο αχνό κόκκινο χρώμα που μπορούσε και είχε πλέξει χάντρες του ίδιου χρώματος στις στενές κοτσίδες της, που κροτάλιζαν μαλακά όταν κουνούσε το κεφάλι. «Είναι η τωρινή μόδα. Την ξεκίνησε πριν από τέσσερις μέρες ο Κήπος των Αργυρών Πνοών και τώρα σχεδόν όλοι οι πελάτες ζητούν Ντομανό φαγητό. Να πώς το εξηγώ: αφού δεν κατακτάμε τους Ντομανούς, τουλάχιστον ας κατακτήσουμε το φαγητό τους. Μπορεί στο Μπάνταρ Έμπαν να τρώνε το αρνάκι με τη σάλτσα μελιού και τα ζαχαρωμένα μήλα, ναι; Ύστερα από τέσσερις μέρες, μπορεί να είναι κάτι άλλο. Η μόδα τώρα αλλάζει γρήγορα κι αν κάποιος ξεσηκώσει τον όχλο ενάντια σ' αυτό...» Σήκωσε πάλι τους ώμους.
«Λες να έχουμε κι άλλες ταραχές;» ρώτησε η Ηλαίην. «Με αφορμή το είδος του φαγητού που σερβίρουν τα πανδοχεία;»
«Οι δρόμοι είναι ανήσυχοι», είπε η Ρέντρα απλώνοντας τα χέρια μοιρολατρικά. «Ποιος ξέρει να πει ποια θα είναι η επόμενη σπίθα; Για τον προχτεσινό αναβρασμό αφορμή ήταν μια φήμη ότι το Μαρακρού είχε ταχθεί υπέρ του Αναγεννημένου Δράκοντα, ή ίσως ότι το είχαν καταλάβει οι Δρακορκισμένοι ή οι αντάρτες —το πώς δεν φαίνεται να είχε σημασία― αλλά πες μου, μήπως ο όχλος στράφηκε εναντίον των ανθρώπων από το Μαρακρού; Όχι. Έτρεχαν στους δρόμους και έριχναν όσους βρίσκονταν πάνω σε άμαξες και μετά έκαψαν τη Μεγάλη Αίθουσα της Συνέλευσης. Μπορεί το επόμενο που θα ακουστεί να είναι ότι ο στρατός κέρδισε μια μάχη —ή ότι έχασε μία― και ο όχλος θα ξεσηκωθεί εναντίον εκείνων που σερβίρουν Ντομανό φαγητό. Ή ίσως να κάψει αποθήκες στις αποβάθρες της Καλπίν. Ποιος ξέρει;»