Выбрать главу

«Δεν υπάρχει η πρέπουσα τάξη», μουρμούρισε η Εγκήνιν και στρίμωξε τα σούρσα ανάμεσα στα δάχτυλα του δεξιού της χεριού. Από την έκφραση στο πρόσωπό της, θα έλεγε κανείς ότι ήταν μαχαίρια με τα οποία θα κάρφωνε ό,τι είχε στα πιατάκια. Ένα κομματάκι κρέας έπεσε από το σούρσα της Νυνάβε λίγο πριν φτάσει στα χείλη της· μουγκρίζοντας, το άρπαξε από τα γόνατά της και σκούπισε το κρεμ μετάξι με την πετσέτα της.

«Α, τάξη», γέλασε η Ρέντρα. «Θυμάμαι την τάξη. Ίσως κάποτε να έχουμε ξανά, ναι; Κάποιοι νόμιζαν ότι η Πανάρχισσα Αμάθιρα θα επανέφερε την Πολιτοφυλακή στα καθήκοντα της, αλλά αν ήμουν στη θέση της, με τον όχλο να κάνει επεισόδια τη μέρα της ενθρόνισης μου... Τα Τέκνα του Φωτός σκότωσαν πολλούς από αυτούς που έκαναν ταραχές. Ίσως αυτό να σημαίνει ότι δεν θα έχουμε άλλες ταραχές, αλλά ίσως και να σημαίνει ότι οι επόμενες θα είναι δυο φορές χειρότερες, δέκα φορές χειρότερες. Νομίζω ότι κι εγώ θα κρατούσα την Πολιτοφυλακή και τα Τέκνα κοντά μου. Αλλά αυτές οι συζητήσεις χαλάνε το φαγητό». Εξέτασε το τραπέζι και ένευσε μόνη της επιδοκιμαστικά, με τις χάντρες στις ψιλές κοτσίδες της να κροταλίζουν. Καθώς έκανε να γυρίσει προς την πόρτα, σταμάτησε μ' ένα μικρό χαμόγελο. «Η μόδα είναι να τρως το Ντομανό φαγητό με τα σούρσα και φυσικά κάνουμε ό,τι προστάζει η μόδα. Όμως... δεν είναι κανείς άλλος εδώ για να σας δει, ναι; Για την περίπτωση που θα θέλατε κουτάλια και πιρούνια, είναι κάτω από την πετσέτα». Έδειξε το δίσκο στην άκρη του τραπεζιού. «Καλή όρεξη».

Η Νυνάβε και η Εγκήνιν περίμεναν να κλείσει η πόρτα πίσω από τη γυναίκα και μετά κοιτάχτηκαν χαμογελώντας πλατιά και πήραν το δίσκο με αναξιοπρεπή βιασύνη. Η Ηλαίην, πάντως, κατάφερε να πιάσει πρώτη πιρούνι και κουτάλι· οι άλλες δύο δεν είχαν μάθει να τρώνε τα λίγα λεπτά που έμεναν σε μια μαθητευόμενη ανάμεσα στις αγγαρείες και τα μαθήματά της.

«Είναι αρκετά νόστιμο», είπε η Εγκήνιν αφού έφαγε την πρώτη μπουκιά, «αρκεί να φτάσει πρώτα στο στόμα σου». Η Νυνάβε γέλασε μαζί της.

Τις επτά μέρες από τότε που είχαν γνωρίσει τη μελαχρινή γυναίκα με τα γαλανά μάτια και την αργή, συρτή ομιλία, την είχαν συμπαθήσει και οι δύο. Ήταν μια αναζωογονητική αλλαγή από τη φλυαρία της Ρέντρα για μαλλιά, ρούχα και επιδερμίδες, όπως και από τις ματιές στο δρόμο από ανθρώπους που έμοιαζαν έτοιμοι να τους κόψουν το λαρύγγι για ένα χάλκινο νόμισμα. Ήταν η τέταρτη επίσκεψή της μετά την πρώτη εκείνη συνάντηση και η Ηλαίην τις είχε απολαύσει όλες. Η Εγκήνιν είχε μια ευθύτητα και έναν αέρα ανεξαρτησίας τον οποίο η Ηλαίην θαύμαζε. Ίσως να ήταν μονάχα μια μικρή έμπορος, που ασχολιόταν με ό,τι έβρισκε, αλλά όταν έλεγε τη γνώμη της χωρίς να λογαριάζει κανέναν δεν συγκρινόταν μαζί της ούτε ο Γκάρεθ Μπράυν.

Πάντως η Ηλαίην ευχόταν να μην είναι τόσο συχνές αυτές οι επισκέψεις. Ή μάλλον να μην είναι η ίδια και η Νυνάβε τόσο συχνά στην Αυλή των Τριών Δαμάσκηνων για να τις βρίσκει η Εγκήνιν. Οι σχεδόν διαρκείς ταραχές μετά την ενθρόνιση της Αμάθιρα έκαναν σχεδόν αδύνατη τη μετακίνηση στην πόλη, παρά το απόσπασμα των σκληροτράχηλων ναυτών του Ντόμον. Ακόμα και η Νυνάβε το είχε παραδεχτεί, όταν είχαν αναγκαστεί να το σκάσουν από μια βροχή πέτρες, που ήταν μεγάλες σαν γροθιά. Ο Θομ ακόμα υποσχόταν ότι θα έβρισκε άμαξα και άλογα, όμως η Ηλαίην αναρωτιόταν αν έψαχνε πραγματικά. Ο Θομ και ο Τζούιλιν έμοιαζαν ανυπόφορα ευχαριστημένοι που η Ηλαίην και η Νυνάβε είχαν κλειστεί στο πανδοχείο. Αυτοί γυρνούν μελανιασμένοι ή ματωμένοι, αλλά δεν θέλουν εμείς ούτε το νυχάκι μας να σπάσουμε, σκέφτηκε πικρόχολα. Γιατί οι άντρες πάντα θεωρούσαν ότι ήταν σωστό να σε προσέχουν, ενώ δεν πρόσεχαν τον εαυτό τους;

Από τη γεύση του κρέατος υποψιάστηκε ότι, αν ο Θομ ήθελε να βρει άλογα, έπρεπε να ρίξει μια ματιά στα μαγειρεία του πανδοχείου. Η σκέψη ότι μπορεί να έτρωγε άλογο της έφερε αναγούλα. Διάλεξε ένα πιάτο που είχε μόνο λαχανικά, σκούρα μανιτάρια σε κομματάκια, κόκκινες πιπεριές και κάποιου είδους μαλακά, πράσινα βλασταράκια σε μια ανοιχτόχρωμη, πιπεράτη σάλτσα.

«Τι θα συζητήσουμε σήμερα;» ρώτησε η Νυνάβε την Εγκήνιν. «Έχεις κάνει σχεδόν όλες τις ερωτήσεις που μπορώ να σκεφτώ». Ή τουλάχιστον σχεδόν όσες ήξεραν να απαντήσουν. «Αν θέλεις να μάθεις κι άλλα για τις Άες Σεντάι, πρέπει να πας στον Πύργο ως μαθητευόμενη».

Η Εγκήνιν μόρφασε ασυναίσθητα, όπως έκανε κάθε φορά που ακουγόταν ένας υπαινιγμός ότι είχε κάποια σχέση με τη Δύναμη. Ανακάτεψε για λίγο τα περιεχόμενα ενός μικρού πιάτου, κοιτάζοντάς το κατσουφιασμένη. «Δεν προσπαθήσατε να μου κρύψετε», είπε αργά, «ότι ψάχνετε για κάποιες γυναίκες. Αν δεν γίνομαι αδιάκριτη για τα μυστικά σας, θα ήθελα να ρωτήσω —» Σταμάτησε, επειδή ακούστηκε ένα χτύπημα στην πόρτα.