Выбрать главу

Ο Μπέυλ Ντόμον μπήκε μέσα δίχως προειδοποίηση και στο στρογγυλό του πρόσωπο πάλευαν η ανησυχία με την ικανοποίηση. «Τις βρήκα», άρχισε να λέει και μετά τινάχτηκε βλέποντας την Εγκήνιν. «Εσύ!»

Οι άλλες έμειναν εμβρόντητες όταν είδαν την Εγκήνιν να σηκώνεται μ' έναν πήδο, ρίχνοντας κάτω την καρέκλα, και να δίνει μια γροθιά στην κοιλιά του Ντόμον, τόσο γοργά που το μάτι δεν προλάβαινε να παρακολουθήσει την αλληλουχία των γεγονότων. Ο Ντόμον με κάποιον τρόπο της έπιασε τον καρπό με το μεγάλο χέρι του, τον έστριψε —για μια φευγαλέα στιγμή φάνηκαν να προσπαθούν να αγκιστρώσουν καθένας με το πόδι τον αστράγαλο του άλλου· η Εγκήνιν αποπειράθηκε να τον χτυπήσει στο λαιμό― και μετά κάπως έγινε και η Εγκήνιν βρέθηκε ξαπλωμένη μπρούμυτα στο πάτωμα, με την μπότα του Ντόμον στον ώμο της και το χέρι της ανεβασμένο κόντρα στο γόνατό του. Έστω κι έτσι, κατάφερε να βγάλει το μαχαίρι από τη ζώνη της.

Η Ηλαίην ύφανε ροές Αέρα γύρω από το ζευγάρι πριν καν καταλάβει ότι είχε αγκαλιάσει το σαϊντάρ και τους ακινητοποίησε εκεί που βρίσκονταν. «Τι σημαίνουν όλα αυτά;» ζήτησε να μάθει με τον πιο παγερό τόνο που διέθετε.

«Πώς τολμάς, αφέντη Ντόμον;» Η φωνή της Νυνάβε ήταν εξίσου παγερή. «Άφησέ την!» τον διέταξε. «Εγκήνιν, γιατί πήγες να τον χτυπήσεις; Σου είπα να την αφήσεις, Ντόμον!» πρόσθεσε πιο ζεστά αυτή τη φορά και κάπως ανήσυχα.

«Δεν μπορεί, Νυνάβε». Η Ηλαίην ευχήθηκε να μπορούσε η Νυνάβε τουλάχιστον να βλέπει τις ροές χωρίς να είναι θυμωμένη. Πράγματι πήγε να τον χτυπήσει πρώτη. «Εγκήνιν, γιατί;»

Η μελαχρινή γυναίκα έμεινε εκεί με τα μάτια κλειστά και το στόμα σφιγμένο· οι αρθρώσεις της είχαν ασπρίσει καθώς έσφιγγε τη λαβή του μαχαιριού.

Ο Ντόμον αγριοκοίταξε την Ηλαίην και τη Νυνάβε, ενώ οι τρίχες του παράξενου Ιλιανού γενιού του έμοιαζαν να έχουν σηκωθεί όρθιες. Το μόνο που του είχε αφήσει η Ηλαίην ελεύθερο να κουνά ήταν το κεφάλι. «Αυτή η γυναίκα είναι Σωντσάν!» μούγκρισε.

Η Ηλαίην και η Νυνάβε αντάλλαξαν ξαφνιασμένες ματιές. Η Εγκήνιν; Σωντσάν; Ήταν αδύνατον. Έπρεπε να είναι αδύνατον.

«Είσαι βέβαιος;» ρώτησε αργά, χαμηλόφωνα η Νυνάβε. Έμοιαζε κι αυτή αποσβολωμένη.

«Ποτέ δεν θα ξεχάσω το πρόσωπο της», αποκρίθηκε με σίγουρο ύφος ο Ντόμον. «Καπετάνισσα. Αυτή με πήγε στο Φάλμε, εμένα και το πλοίο μου, αιχμαλώτους των Σωντσάν».

Η Εγκήνιν δεν έκανε καμία προσπάθεια να το αρνηθεί, μόνο έμεινε εκεί σφίγγοντας το μαχαίρι της. Μα τη συμπαθώ!

Προσεκτικά, η Ηλαίην άλλαξε την ύφανση των ροών και το χέρι της Εγκήνιν που κρατούσε το μαχαίρι έμεινε ελεύθερο ως τον καρπό. «Αφησε το, Εγκήνιν», είπε γονατίζοντας πλάι της. «Σε παρακαλώ». Ύστερα από μια στιγμή, η Εγκήνιν άνοιξε το χέρι. Η Ηλαίην πήρε το μαχαίρι και οπισθοχώρησε, λύνοντας τελείως τις ροές. «Άφησέ τη να σηκωθεί, αφέντη Ντόμον».

«Είναι Σωντσάν, κυρά», διαμαρτυρήθηκε αυτός, «και σκληρή σαν σιδερένιο καρφί».

«Άφησέ τη να σηκωθεί».

Μουρμουρίζοντας μέσα από τα δόντια του, άφησε τον καρπό της Εγκήνιν κι απομακρύνθηκε γοργά, σαν να περίμενε ότι θα του ορμούσε ξανά. Η μελαχρινή γυναίκα —η Σωντσάν― απλώς έμεινε να στέκεται εκεί. Κούνησε τον ώμο που της είχε γυρίσει ο Ντόμον, κοιτάζοντάς τον σκεπτικά, έριξε μια ματιά στην πόρτα και ύστερα ύψωσε το κεφάλι και στάθηκε να περιμένει, δείχνοντας απόλυτη αταραξία. Της ήταν δύσκολο να μη συνεχίσει να τη θαυμάζει.

«Σωντσάν», μούγκρισε η Νυνάβε. Έσφιξε μια χούφτα από τις μακριές κοτσίδες της και ύστερα κοίταξε παράξενα το χέρι της και το άνοιξε, όμως τα φρύδια της ήταν ακόμα ζαρωμένα και το βλέμμα τη σκληρό. «Σωντσάν! Και απέκτησες ύπουλα τη φιλία μας. Νόμιζα ότι όλοι είχατε φύγει για εκεί όπου ήρθατε. Τι κάνεις εδώ, Εγκήνιν; Ήταν πραγματικά τυχαία η συνάντηση μας; Γιατί έψαξες να μας βρεις; Ήθελες να μας παρασύρεις κάπου που οι βρωμερές σουλ'ντάμ σου θα έδεναν τα λουριά τους στο λαιμό μας;» Τα γαλανά μάτια της Εγκήνιν πλάτυναν λιγάκι. «Ω, ναι», της είπε κοφτά η Νυνάβε, «ξέρουμε τα πάντα για σας τις Σωντσάν και τις σουλ'ντάμ και τις νταμέην σας. Ξέρουμε περισσότερα από σας. Αλυσοδένετε τις γυναίκες που μπορούν να διαβιβάζουν, αλλά εκείνες που χρησιμοποιείτε για να τις ελέγχουν μπορούν κι αυτές να διαβιβάζουν, Εγκήνιν. Για κάθε γυναίκα που μπορεί να διαβιβάζει και την έχετε δεμένη στο λουρί, σαν ζώο, προσπερνάτε άλλες δέκα ή είκοσι κάθε μέρα χωρίς να το καταλαβαίνετε».

«Το ξέρω», είπε ανέκφραστα η Εγκήνιν και η Νυνάβε έμεινε με το στόμα ανοιχτό.

Η Ηλαίην αισθανόταν τα μάτια της έτοιμα να πέσουν από τις κόγχες τους. «Το ξέρεις;» Πήρε μια βαθιά ανάσα και συνέχισε, χωρίς τώρα η φωνή της να μοιάζει με κατάπληκτο σκούξιμο. «Εγκήνιν, νομίζω ότι λες ψέματα. Δεν έχω συναντήσει πολλούς Σωντσάν και όσους γνώρισα ήταν μόνο για λίγα λεπτά, αλλά ξέρω κάποια που σας γνωρίζει. Οι Σωντσάν δεν μισούν απλώς τις γυναίκες που διαβιβάζουν. Τις περνούν για ζώα. Δεν θα το δεχόσουν τόσο εύκολα αν το ήξερες, ή αν έστω το πίστευες».