Выбрать главу

«Οι γυναίκες που φορούν το περιλαίμιο είναι οι γυναίκες που μπορούν να μάθουν να διαβιβάζουν», είπε η Εγκήνιν. «Δεν ήξερα ότι είναι κάτι που μαθαίνεις —μου δίδαξαν ότι η γυναίκα είτε μπορεί να διαβιβάζει, είτε δεν μπορεί― αλλά όταν μου είπατε ότι μπορείς να καθοδηγήσεις εκεί μια γυναίκα που δεν έχει γεννηθεί μ' αυτή την ικανότητα, το συμπέρανα. Μπορώ να καθίσω;» Ήταν πολύ ψύχραιμη.

Η Ηλαίην ένευσε και ο Ντόμον σήκωσε από το πάτωμα την καρέκλα της Εγκήνιν και στάθηκε πίσω της, ενώ αυτή καθόταν. Η μελαχρινή γυναίκα τον κοίταξε πάνω από τον ώμο της. «Δεν ήσουν τόσο... δύσκολος... αντίπαλος την τελευταία φορά που συναντηθήκαμε», του είπε.

«Είχες είκοσι αρματωμένους στρατιώτες στο κατάστρωμά μου τότε και μια νταμέην έτοιμη να τσακίσει το πλοίο μου σαν κλαράκι με τη Δύναμη. Μπορεί να αγκιστρώνω καρχαρία από τη βάρκα, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι θέλω να παλέψω μαζί του». Αναπάντεχα, της χαμογέλασε και έτριψε το πλευρό του, όπου πρέπει να τον είχε χτυπήσει η Εγκήνιν χωρίς η Ηλαίην να την έχει δει. «Κι εσύ δεν είσαι τόσο εύκολη αντίπαλος όσο νόμιζα ότι θα ήσουν χωρίς την πανοπλία και το σπαθί σου».

Ο κόσμος της γυναίκας σίγουρα είχε γυρίσει τα πάνω κάτω στο φως των ίδιων της των σκέψεων, όμως το δεχόταν χωρίς συναισθηματισμό. Η Ηλαίην δεν φανταζόταν τι θα μπορούσε να κάνει το δικό της κόσμο να αναποδογυριστεί έτσι, έλπιζε όμως ότι, αν ποτέ συνέβαινε αυτό, να μπορούσε να το αντιμετωπίσει με τη γαλήνια αυτοσυγκράτηση της Εγκήνιν. Πρέπει να πάψω να τη συμπαθώ. Είναι από τους Σωντσάν. Αν μπορούσαν, θα μου έβαζαν περιλαίμιο και θα με έκαναν σκυλάκι τους. Φως μου, πώς μπορείς να πάψεις να συμπαθείς κάποιον;

Η Νυνάβε δεν φαινόταν να έχει τόση δυσκολία. Ακούμπησε τα χέρια στο τραπέζι κι έγειρε προς την Εγκήνιν με τόση οργή, που οι κοτσίδες της κουνήθηκαν ανάμεσα στα πιάτα. «Τι κάνεις εδώ στο Τάντσικο; Νόμιζα ότι είχατε φύγει όλοι μετά το Φάλμε. Και γιατί θέλησες να κερδίσεις ύπουλα την εμπιστοσύνη μας, σαν φίδι που πάει να φάει αυγά; Αν νομίζεις ότι θα μας φορέσεις το περιλαίμιο, γελιέσαι!»

«Ποτέ δεν ήταν αυτή η πρόθεση μου», είπε μουδιασμένα η Εγκήνιν. «Το μόνο που ήθελα από σας ήταν να μάθω για τις Άες Σεντάι. Και...» Για πρώτη φορά έδειξε δισταγμό, αβεβαιότητα. Έσφιξε τα χείλη, κοίταξε τη Νυνάβε, την Ηλαίην και ύστερα κούνησε το κεφάλι. «Δεν είστε όπως με έμαθαν. Το Φως να με βοηθήσει, σας... συμπαθώ».

«Μας συμπαθείς». Ο τόνος της Νυνάβε το έκανε να ακουστεί σαν έγκλημα. «Αυτό δεν απαντά στις ερωτήσεις μου».

Η Εγκήνιν δίστασε πάλι και ύστερα σήκωσε το κεφάλι προκλητικά. «Κάποιες σουλ'ντάμ έμειναν στο Φάλμε. Λιποτάκτησαν μετά την καταστροφή. Έστειλαν μερικές από μας να τις φέρουμε πίσω. Βρήκα μόνο μία, όμως ανακάλυψα ότι το α'ντάμ μπορεί να την αιχμαλωτίσει». Είδε τις γροθιές της Νυνάβε να σφίγγονται και βιάστηκε να συνεχίσει. «Την άφησα να φύγει χθες τη νύχτα. Θα το πληρώσω ακριβά αν μαθευτεί ποτέ αυτό, αλλά μετά τις συζητήσεις μας, δεν μπορούσα...» Έκανε μια γκριμάτσα κουνώντας το κεφάλι. «Να γιατί έμεινα μαζί σας όταν η Ηλαίην αποκάλυψε τι είναι. Ήξερα ότι η Μπέθαμιν ήταν σουλ'ντάμ. Όταν ανακάλυψα ότι το α'ντάμ την αιχμαλώτιζε, ότι μπορούσε... Έπρεπε να μάθω, να καταλάβω τι συμβαίνει με τις γυναίκες που μπορούν να διαβιβάζουν». Πήρε μια βαθιά ανάσα. «Τι σκοπεύετε να με κάνετε;» Τα χέρια της, που ήταν σταυρωμένα στο τραπέζι, δεν έτρεμαν.

Η Νυνάβε άνοιξε θυμωμένη το στόμα και αμέσως μετά το ξανάκλεισε αργά. Η Ηλαίην ήξερε τη δυσκολία που αντιμετώπιζε. Ίσως τώρα η Νυνάβε να μισούσε την Εγκήνιν, αλλά τι θα την έκαναν; Δεν ήταν σαφές αν είχε διαπράξει κάποιο έγκλημα στο Τάντσικο και, εν πάση περιπτώσει, η Πολιτοφυλακή νοιαζόταν μόνο να φυλάξει το τομάρι της. Ήταν μια Σωντσάν, είχε χρησιμοποιήσει σουλ'ντάμ και νταμέην, αλλά από την άλλη μεριά ισχυριζόταν ότι είχε αφήσει την Μπέθαμιν να φύγει. Για ποιο έγκλημα μπορούσαν να την τιμωρήσουν; Επειδή είχε κάνει ερωτήσεις, στις οποίες οι ίδιες είχαν απαντήσει αβίαστα; Επειδή τις είχε κάνει να τη συμπαθήσουν;

«Θα ήθελα να σου γδάρω το τομάρι», μούγκρισε η Νυνάβε. Ξαφνικά γύρισε το κεφάλι προς τον Ντόμον. «Τις βρήκες; Είπες ότι τις βρήκες. Πού;» Εκείνος σάλεψε τα πόδια του και έριξε μια ματιά με νόημα στο κεφάλι της Εγκήνιν, ενώ τα φρύδια του υψώνονταν ερωτηματικά.

«Πιστεύω ότι δεν είναι Σκοτεινόφιλη», είπε η Ηλαίην όταν είδε τη Νυνάβε να διστάζει.