Выбрать главу

«Και βέβαια δεν είμαι!» Η Εγκήνιν τις κοίταξε θυμωμένη, προσβεβλημένη.

Η Νυνάβε σταύρωσε τα χέρια, σαν να ήθελε να τα εμποδίσει να τραβούν τις κοτσίδες της, και την αγριοκοίταξε, πριν ρίξει ένα κατσουφιασμένο βλέμμα όλο κατηγορίες στον Ντόμον, λες και όλο αυτό το μπέρδεμα ήταν δικό του σφάλμα. «Δεν υπάρχει μέρος να την κλειδώσουμε», είπε τελικά, «και η Ρέντρα σίγουρα θα ήθελε να της πούμε το λόγο. Συνέχισε, αφέντη Ντόμον».

Αυτός έριξε μια τελική ματιά γεμάτη αμφιβολία στην Εγκήνιν. «Στο Παλάτι της Πανάρχισσας ένας άνθρωπός μου είδε δύο από τις γυναίκες στη λίστα. Εκείνη με τις γάτες και την άλλη από τη Σαλδαία».

«Είσαι σίγουρος;» είπε η Νυνάβε. «Στο Παλάτι της Πανάρχισσας; Μακάρι να τις είχες δει με τα ίδια σου τα μάτια. Οι γάτες αρέσουν και σ' άλλες γυναίκες, όχι μόνο στη Μάριλιν Γκεμάλφιν. Και η Άσνι Ζεράμινι δεν είναι η μοναδική γυναίκα από τη Σαλδαία, ακόμα και στο Τάντσικο».

«Μια στενοπρόσωπη γαλανομάτα με πλακουτσή μύτη, η οποία ταΐζει δώδεκα γάτες σ' αυτή την πόλη που ο κόσμος τρώει τις γάτες; Παρέα με μια άλλη, που έχει Σαλδική μύτη και γερτά μάτια; Δεν είναι ένα τόσο συνηθισμένο ζευγάρι, κυρά αλ'Μεάρα».

«Δεν είναι», συμφώνησε εκείνη. «Μα στο Παλάτι της Πανάρχισσας; Αφέντη Ντόμον, σε περίπτωση που το ξέχασες, πεντακόσιοι Λευκομανδίτες φυλάνε εκείνο το μέρος και τους διοικεί ένας Εξεταστής του Χεριού του Φωτός! Ο Τζάιτσιμ Κάριντιν και οι αξιωματικοί του σίγουρα θα αναγνωρίζουν τις Άες Σεντάι με την πρώτη ματιά. Θα έμεναν άπραγοι, αν έβλεπαν την Πανάρχισσα να προσφέρει καταφύγιο σε Άες Σεντάι;» Αυτός άνοιξε το στόμα, όμως το επιχείρημα της Άες Σεντάι ήταν βάσιμο και έτσι δεν έβγαλε μιλιά.

«Αφέντη Ντόμον», είπε η Ηλαίην, «τι θέλει ο άνθρωπός σου στο Παλάτι της Πανάρχισσας;»

Αυτός τράβηξε αμήχανα το γένι του και έτριψε με το χοντρό του δάχτυλο την άτριχη περιοχή πάνω από το χείλος του. «Να, ξέρεις, είναι γνωστό ότι της Πανάρχισσας Αμάθιρα της αρέσουν οι παγοπιπεριές, εκείνες οι άσπρες που καίνε πολύ, και μπορεί να είναι επιρρεπής στα δώρα, μπορεί και όχι, αλλά οι τελωνειακοί ξέρουν ποιος της έστειλε κάτι και αυτοί είναι επιρρεπείς».

«Δώρα;» είπε η Ηλαίην με αποδοκιμαστική φωνή. «Στις αποβάθρες ήσουν πιο τίμιος και τα έλεγες δωροδοκία». Ήταν παράξενο, αλλά η Εγκήνιν είχε στρίψει στην καρέκλα της και τον κοίταζε και αυτή αποδοκιμαστικά.

«Που να με φάει η μοίρα μου», μουρμούρισε αυτός, «δεν μου ζητήσατε να εγκαταλείψω τη δουλειά μου. Και δεν θα το έκανα ακόμα κι αν το ζητούσατε, ακόμα κι αν φέρνατε την ηλικιωμένη μητέρα μου να μου το ζητήσει. Κάθε άνθρωπος έχει δικαίωμα να κάνει τη δουλειά του». Η Εγκήνιν ξεφύσησε και ίσιωσε το κορμί.

«Η δωροδοκία δεν είναι δικό μας πρόβλημα, Ηλαίην». Η Νυνάβε φαινόταν αγανακτισμένη. «Δεν με νοιάζει αν δωροδοκήσει ολόκληρη την πόλη και αν βγάλει λαθραία —» Ένα χτύπημα στην πόρτα την έκανε να σταματήσει. Κοίταξε επιφυλακτικά τους υπόλοιπους. «Εσύ κάτσε ήσυχα», είπε κοφτά στην Εγκήνιν και μετά ύψωσε τη φωνή της. «Εμπρός».

Ο Τζούιλιν έχωσε το κεφάλι στο άνοιγμα της πόρτας, φορώντας εκείνο το χαζό, κυλινδρικό καπέλο και κοιτώντας συνοφρυωμένος, όπως συνήθως, τον Ντόμον. Εξίσου σύνηθες φαινόμενο ήταν και οι αμυχές στο μελαψό του μάγουλο, όπως αυτή τώρα με το ξεραμένο αίμα· οι δρόμοι πλέον ήταν πιο σκληροί τη μέρα απ' όσο ήταν τη νύχτα, σε αντίθεση με αυτό που συνέβαινε τις πρώτες τους μέρες στο Τάντσικο. «Μπορώ να σου μιλήσω κατ' ιδίαν, κυρά αλ'Μεάρα;»

είπε όταν είδε την Εγκήνιν να κάθεται στο τραπέζι.

«Αντε, έλα και συ», του είπε απότομα η Νυνάβε. «Ύστερα απ' όσα έχει ακούσει, δεν έχει σημασία αν μάθει κάτι ακόμα. Τις βρήκες κι εσύ στο Παλάτι της Πανάρχισσας;»

Ενώ έκλεινε την πόρτα, έριξε μια δυσανάγνωστη ματιά στον Ντόμον με σφιγμένο το στόμα. Ο λαθρέμπορος χαμογέλασε, δείχνοντας ένα πλήθος δόντια. Για μια στιγμή φαίνονταν έτοιμοι να αρπαχτούν.

«Άρα ο Ιλιανός με πρόφτασε», μουρμούρισε πικρά ο Τζούιλιν. Αγνόησε τον Ντόμον και απευθύνθηκε στη Νυνάβε. «Σου είπα ότι η γυναίκα με τη λευκή πινελιά στα μαλλιά θα με οδηγούσε σ' αυτές. Είναι χαρακτηριστική. Και είδα εκεί και την Ντομανή. Από μακριά —δεν είμαι τόσο ανόητος ώστε να κολυμπήσω μέσα σε ένα κοπάδι ασημόκαρφα― αλλά δεν πιστεύω να υπάρχει άλλη Ντομανή σ' ολόκληρο το Τάραμπον εκτός από την Τζεάνε Κάιντε».

«Εννοείς ότι όντως είναι στο Παλάτι της Πανάρχισσας;» αναφώνησε η Νυνάβε.

Η έκφραση του Τζούιλιν δεν άλλαξε, όμως τα μαύρα μάτια του γούρλωσαν λιγάκι και στράφηκαν για μια στιγμή στον Ντόμον. «Άρα δεν είχε αποδείξεις», μουρμούρισε ικανοποιημένος.

«Είχα και παραείχα αποδείξεις». Ο Ντόμον απέφυγε να κοιτάξει τον Δακρινό. «Αν δεν τις δέχτηκες πριν έρθει αυτός ο ψαράς, κυρά αλ'Μεάρα, δεν είναι δικό μου το σφάλμα».