Ο Τζούιλιν φούσκωσε το στήθος, όμως η Ηλαίην παρενέβη πριν ο κλεφτοκυνηγός προλάβει να μιλήσει. «Και οι δύο τις βρήκατε και οι δύο φέρατε αποδείξεις. Πιθανότατα κανένας από τους δύο δεν θα αρκούσε χωρίς τον άλλο. Τώρα ξέρουμε πού βρίσκονται χάρη και στους δυο σας». Αν μη τι άλλο, φάνηκαν ακόμα πιο ενοχλημένοι. Καμιά φορά οι άντρες ήταν πολύ χαζοί.
«Στο Παλάτι της Πανάρχισσας». Η Νυνάβε τράβηξε μια χούφτα κοτσίδες και μετά τις τίναξε πίσω από τον ώμο της με ένα κούνημα του κεφαλιού. «Αυτό που ζητάνε πρέπει να βρίσκεται εκεί. Αλλά αν το έχουν, τι κάνουν ακόμα στο Τάντσικο; Το παλάτι είναι πελώριο. Μπορεί να μην το βρήκαν ακόμα. Όχι ότι μας βοηθάει αυτό, αν εμείς είμαστε εδώ έξω κι αυτές εκεί μέσα!»
Ο Θομ, ως συνήθως, μπήκε χωρίς να χτυπήσει, συλλαμβάνοντας τη σκηνή με μια ματιά. «Κυρά Εγκήνιν», μουρμούρισε με μια κομψή υπόκλιση, που δεν τη χάλασε καθόλου η χωλότητά του. «Νυνάβε, αν θα μπορούσα να σου μιλήσω κατ' ιδίαν, έχω σημαντικά νέα».
Η νωπή μελανάδα στο τραχύ του πρόσωπο θύμωσε την Ηλαίην περισσότερο απ' όσο το σχίσιμο στον καλό, καφετή μανδύα του. Ο άνθρωπος ήταν πολύ γέρος για να τριγυρνά στους δρόμους του Τάντσικο. Σε οποιονδήποτε επικίνδυνο δρόμο. Ήταν ώρα να τον πείσει να αποσυρθεί και να του βρει ένα μέρος ασφαλές και βολικό για να ζήσει. Τέρμα οι περιπλανήσεις του βάρδου από χωριό σε χωριό. Θα το κανόνιζε.
Η Νυνάβε έριξε στον Θομ μια ματιά σαν μαχαίρι. «Δεν έχω χρόνο γι' αυτά. Οι Μαύρες αδελφές είναι στο Παλάτι της Πανάρχισσας και δεν ξέρω αν η ίδια η Αμάθιρα τις βοηθά να το ψάξουν από το κελάρι ως τη σοφίτα».
«Μόλις πριν από μια ώρα το έμαθα», είπε αυτός σαστισμένος. «Πού το...;» Κοίταξε τον Ντόμον και τον Τζούιλιν, που ήταν μουτρωμένοι κι οι δυο, σαν αγοράκια που ήθελαν όλη την τούρτα.
Ήταν προφανές ότι απέρριπτε αυτούς τους δύο ως πηγή των πληροφοριών της Νυνάβε. Της Ηλαίην της ήρθε να χαμογελάσει. Ο Θομ καμάρωνε πάρα πολύ που ήξερε τα υπόγεια ρεύματα, τις μυστικές δοσοληψίες. «Ο Πύργος έχει τον τρόπο του, Θομ», του είπε με ένα παγερό, μυστηριώδες ύφος. «Φρόνιμο είναι να μη ρωτάς για τις μεθόδους των Άες Σεντάι». Αυτός κατσούφιασε, με τα φουντωτά, λευκά φρύδια του να χαμηλώνουν με αβεβαιότητα. Ήταν εξαιρετικά ικανοποιητικό. Η Ηλαίην κατάλαβε ότι ο Τζούιλιν και ο Ντόμον την κοίταζαν σμίγοντας επίσης τα φρύδια και ξαφνικά χρειάστηκε να βάλει τα δυνατά της για να μην κοκκινίσει. Αν άνοιγαν το στόμα, θα φαινόταν χαζή. Τελικά θα μιλούσαν· οι άντρες πάντα μιλούσαν. Το καλύτερο θα ήταν να το κρύψει και να ελπίζει. «Θομ, έμαθες κάτι που να δείχνει αν η Αμάθιρα είναι Σκοτεινόφιλη;»
«Τίποτα». Τράβηξε εκνευρισμένος το μακρύ μουστάκι του. «Απ' ό,τι φαίνεται, έχει να δει τον Άντρικ από τότε που έβαλε το Στέμμα του Δέντρου. Μπορεί οι ταραχές στους δρόμος να κάνουν επικίνδυνο το ταξίδι μεταξύ του Παλατιού του Βασιλιά και του Παλατιού της Πανάρχισσας. Μπορεί απλώς να κατάλαβε ότι τώρα η εξουσία της είναι ίση με τη δική του και δεν είναι πειθήνια όσο πριν. Τίποτα δεν δείχνει τι υπηρετεί». Έριξε μια ματιά στη μελαχρινή γυναίκα. «Είμαι ευγνώμων για τη βοήθεια που σας πρόσφερε η κυρά Εγκήνιν με εκείνους τους κλέφτες, αλλά ως τώρα νόμιζα ότι είναι μια φίλη που τη γνωρίσατε τυχαία. Μπορώ να ρωτήσω ποια είναι και της επιτρέπετε να τα ακούει όλα αυτά; Αν θυμάμαι καλά, Νυνάβε, είχες απειλήσει να δέσεις κόμπο τις γλώσσες που μιλούσαν απρόσεκτα», πρόσθεσε.
«Είναι Σωντσάν», του είπε η Νυνάβε. «Κλείσε το στόμα πριν καταπιείς κανένα σκώρο, Θομ, και κάθισε κάτω. Ας φάμε όσο προσπαθούμε να δούμε τι θα κάνουμε».
«Μπροστά της;» είπε ο Θομ. «Μια Σωντσάν;» Είχε ακούσει ένα μέρος της ιστορίας του Φάλμε από την Ηλαίην —ένα μέρος της― και σίγουρα είχε ακούσει τις φήμες που κυκλοφορούσαν εδώ· κοίταξε εξεταστικά την Εγκήνιν, σαν να αναρωτιόταν πού έκρυβε τα κέρατά της. Ο Τζούιλιν έμοιαζε να πνίγεται, κρίνοντας από τα γουρλωμένα μάτια του· πρέπει να είχε ακούσει κι αυτός τις φήμες στο Τάντσικο.
«Τι προτείνεις, να ζητήσω από τη Ρέντρα να την κλειδώσει σε καμιά αποθήκη;» ρώτησε ήρεμα η Νυνάβε. «Αυτό θα έδινε λαβή για σχόλια, δεν είναι έτσι; Είμαι βέβαιη ότι τρεις μεγαλόσωμοι και δασύτριχοι άντρες μπορούν να προστατεύσουν εμένα και την Ηλαίην, αν η Εγκήνιν βγάλει ένα στρατό των Σωντσάν από το θύλακό της. Κάθισε, Θομ, ή μείνε να φας όρθιος, αλλά πάψε να κοιτάζεις. Όλοι σας, καθίστε. Θέλω να φάω πριν κρυώσει το φαΐ».
Αυτό έκαναν, ενώ ο Θομ φαινόταν δυσαρεστημένος, όπως και ο Τζούιλιν με τον Ντόμον. Μερικές φορές ο τρόπος που φοβέριζε τον κόσμο η Νυνάβε έφερνε αποτελέσματα. Ίσως ο Ραντ να ήθελε λίγη φοβέρα.
Έδιωξε τον Ραντ από το μυαλό της και αποφάσισε ότι ήταν ώρα να πει κάτι που να αξίζει. «Δεν καταλαβαίνω πώς θα μπορούσαν οι Μαύρες αδελφές να είναι στο Παλάτι της Πανάρχισσας χωρίς να το γνωρίζει η Αμάθιρα», είπε τραβώντας την καρέκλα για να καθίσει. «Όπως το βλέπω, αυτό το δεδομένο ανοίγει τρεις πιθανότητες. Πρώτον, η Αμάθιρα είναι Σκοτεινόφιλη. Δεύτερον, τις νομίζει για Άες Σεντάι. Και τρίτον, είναι αιχμάλωτη τους». Για κάποιο λόγο, το επιδοκιμαστικό νεύμα του Θομ την έκανε να νιώσει μια ζεστασιά μέσα της. Τι χαζό. Μπορεί ο Θομ να ήξερε το Παιχνίδι των Οίκων, αλλά δεν έπαυε να είναι ένας ανόητος ραψωδός, που τα είχε εγκαταλείψει όλα για να γίνει βάρδος. «Όπως και να έχει, θα τις βοηθήσει να ψάξουν γι' αυτό που θέλουν, αλλά μου φαίνεται ότι, αν τις θεωρεί Άες Σεντάι, ίσως καταφέρουμε να επιστρατεύσουμε τη βοήθειά της, αν μάθει την αλήθεια. Ακόμα και η Λίαντριν με τις συντρόφισσές της δεν θα μπορούσαν να μείνουν στο Παλάτι αν η Πανάρχισσα διέταζε τους ανθρώπους της να το αδειάσουν και τότε θα μπορούσαμε να ψάξουμε απερίσπαστα».