Ο Πέριν ένευσε με αμφιβολία. Σκέφτηκε ότι μάλλον η Φάιλε ήξερε γι' αυτά τα πράγματα από το σπίτι του πατέρα της. Ο πετυχημένος έμπορος μάλλον θα είχε υπηρέτες και φρουρούς για τις άμαξές του. Τουλάχιστον οι άνθρωποι εδώ δεν είχαν σηκωθεί από τα κρεβάτια τους εξαιτίας αυτού που του είχε συμβεί. Αν ήταν έτσι, τότε θα το είχαν σκάσει από την Πέτρα, μπορεί και να έτρεχαν ακόμα. Αλλά γιατί είχε γίνει στόχος ο ίδιος, γιατί, απ' ό,τι φαινόταν, τον είχε ξεχωρίσει; Δεν ανυπομονούσε να αντιμετωπίσει τον Ραντ, αλλά έπρεπε να μάθει. Η Φάιλε άνοιξε το βήμα για να τον προφτάσει.
Παρά το μεγαλείο της, παρά τα χρυσάφια, τα ψιλά τορεύματα και τα μαρκετερί, το εσωτερικό της Πέτρας είχε σχεδιαστεί για πόλεμο, ακριβώς όπως και το εξωτερικό της. Όπου διασταυρώνονταν διάδρομοι υπήρχαν ανοίγματα στο ταβάνι, απ' όπου θα μπορούσαν να εξαπολύσουν κάποια φονική επίθεση σε καιρό πολέμου. Στενές πολεμίστρες για βέλη, που δεν είχαν χρησιμοποιηθεί ποτέ, έβλεπαν σε προθαλάμους, από σημεία που μπορούσαν να καλύπτουν ολόκληρη την αίθουσα. Ο Πέριν και η Φάιλε περνούσαν τη μια στενή, ελικοειδή σκάλα μετά την άλλη, που όλες ήταν χτισμένες μέσα στους τοίχους ή κλεισμένες, γεμάτες στενές πολεμίστρες για βέλη, που κοίταζαν στους διαδρόμους από κάτω. Το σχέδιο αυτό φυσικά δεν είχε εμποδίσει καθόλου τους Αελίτες, τον πρώτο εχθρό που είχε περάσει ποτέ από το εξωτερικό τείχος.
Ανηφορίζοντας τα στριφογυριστά σκαλιά, ο Πέριν —δεν είχε συνειδητοποιήσει ότι έτρεχαν, παρ' όλο που θα έκανε ακόμα πιο γρήγορα αν δεν είχε τη Φάιλε πιασμένη στο μπράτσο του― έπιασε τη μυρωδιά μπαγιάτικου ιδρώτα και μια ιδέα από ένα αηδιαστικά γλυκό άρωμα, όμως τα κατάλαβε μόνο στο βάθος του μυαλού του. Οι σκέψεις του ήταν στραμμένες σε αυτό που θα έλεγε στον Ραντ. Γιατί πήγες να με σκοτώσεις; Άρχισες κιόλας να τρελαίνεσαι; Δεν υπήρχε εύκολος τρόπος να ρωτήσεις τέτοιο πράγμα και δεν περίμενε εύκολες απαντήσεις.
Βγαίνοντας σε ένα γεμάτο σκιές διάδρομο, σχεδόν στην κορυφή της Πέτρας, ο Πέριν βρέθηκε να κοιτάζει τις πλάτες ενός Υψηλού Άρχοντα και δύο προσωπικών φρουρών του. Μόνο οι Υπερασπιστές είχαν δικαίωμα να φορούν αρματωσιά μέσα στην Πέτρα, όμως αυτοί οι τρεις είχαν ζωσμένα τα σπαθιά τους. Αυτό δεν ήταν ασυνήθιστο φυσικά, όμως εδώ, σ' αυτό τον όροφο, στις σκιές, έτσι που κοίταζαν προσηλωμένοι το λαμπερό φως στην άλλη άκρη του διαδρόμου, όλα αυτά δεν ήταν καθόλου συνηθισμένα.
Ο Πέριν και η Φάιλε δεν προσπαθούσαν να κάνουν ησυχία ανεβαίνοντας τις σκάλες, όμως οι τρεις άντρες ήταν τόσο απορροφημένοι σε αυτό που κοιτούσαν, που στην αρχή κανείς τους δεν πρόσεξε τους νεοαφιχθέντες. Έπειτα, ένας από τους σωματοφύλακες με τα γαλάζια σακάκια γύρισε το κεφάλι, σαν να ήθελε να ξεμουδιάσει το λαιμό του· το στόμα του έμεινε ορθάνοιχτο όταν τους είδε. Έπνιξε μια βλαστήμια και γύρισε να αντικρίσει τον Πέριν, μισογυμνώνοντας τη λεπίδα του. Ο άλλος τον μιμήθηκε ελάχιστα πιο αργά. Και οι δύο έμειναν με το κορμί σφιγμένο, πανέτοιμοι, όμως τα βλέμματά τους πηγαινοέρχονταν ανήσυχα στα μάτια του Πέριν. Έβγαζαν μια ξινή οσμή φόβου. Το ίδιο και ο Υψηλός Άρχοντας, αν κι αυτός είχε χαλιναγωγήσει το δικό του φόβο.
Ο Υψηλός Άρχοντας Τορέαν, με άσπρες πινελιές στη μαύρη, μυτερή γενειάδα του, προχώρησε με χαυνωμένες κινήσεις, σαν να ήταν σε χορό. Τράβηξε ένα γλυκά αρωματισμένο μαντίλι από το μανίκι του και σκούπισε τη στρογγυλή μύτη του, που σε σύγκριση με τα αφτιά του δεν φαινόταν καθόλου μεγάλη. Φορούσε ένα σακάκι από φίνο μετάξι, με κόκκινα σατέν μανικέτια, που απλώς τόνιζε το άχαρο πρόσωπό του. Κοίταξε τα μανίκια του πουκάμισου του Πέριν και έφερε πάλι το μαντίλι στη μύτη του, πριν γείρει ελαφρά το κεφάλι. «Το Φως να σε φωτίζει», είπε ευγενικά. Η ματιά του στάθηκε στο κίτρινο βλέμμα του Πέριν και μετά τραβήχτηκε απότομα μακριά, αν και η έκφρασή του δεν άλλαξε. «Είσαι καλά, ελπίζω;» Ίσως υπερβολικά ευγενικά.
Του Πέριν δεν του πολυάρεσε ο τόνος του άλλου, όμως ο τρόπος που κοίταξε ο Τορέαν τη Φάιλε από πάνω ως κάτω, με ανέμελο ενδιαφέρον, τον έκανε να σφίξει τις γροθιές του. Κατόρθωσε όμως να κρατήσει ήρεμη τη φωνή του. «Το Φως να σε φωτίζει, Υψηλέ Άρχοντα Τορέαν. Χαίρομαι που βλέπω ότι βοηθάς τη σκοπιά του Άρχοντα Δράκοντα. Άλλοι στη θέση σου ίσως να έτρεφαν κάποια απέχθεια για την παρουσία του εδώ».
Τα λεπτά φρύδια του Τορέαν έσμιξαν. «Η προφητεία πραγματοποιήθηκε και το Δάκρυ εκπλήρωσε το ρόλο του στην προφητεία. Ίσως ο Αναγεννημένος Δράκοντας να οδηγήσει το Δάκρυ σε ένα ακόμα πιο λαμπρό πεπρωμένο. Ποιος θα ένιωθε απέχθεια για κάτι τέτοιο; Μα είναι αργά. Καλή σας νύχτα». Ξανακοίταξε τη Φάιλε σουφρώνοντας το στόμα και προχώρησε στο διάδρομο με βήμα κάπως γρήγορο, μακριά από τα φώτα του προθάλαμου. Οι σωματοφύλακες τον ακολούθησαν σαν καλά εκπαιδευμένα σκυλιά.