«Το πρόβλημα είναι να ανακαλύψομε αν είναι σύμμαχος, πλανημένη ή αιχμάλωτη», είπε ο Θομ χειρονομώντας με τα δύο σούρσα σου. Ήξερε τέλεια να τα χειρίζεται!
Ο Τζούιλιν κούνησε το κεφάλι. «Το πραγματικό πρόβλημα θα είναι να φτάσουμε κοντά της, όποια κι αν είναι η κατάστασή της. Ο Τζάιτσιμ Κάριντιν έχει πεντακόσιους Λευκομανδίτες γύρω από το παλάτι, σαν ψαροπούλια γύρω από τις αποβάθρες. Η Λεγεώνα της Πανάρχισσας έχει τους διπλούς άντρες και τόσους περίπου έχει και η Πολιτοφυλακή. Ελάχιστα περιμετρικά φρούρια φυλάσσονται τόσο καλά».
«Δεν θα τους πολεμήσουμε», είπε ξερά η Νυνάβε. «Μη σκέφτεστε με τις τρίχες στο στήθος. Είναι ώρα για μυαλό, όχι για ρώμη. Όπως το βλέπω εγώ...»
Η συζήτηση κράτησε σε όλο το γεύμα και συνεχίστηκε και αφότου άδειασαν και το τελευταίο πιάτο. Η Εγκήνιν πρόσφερε μάλιστα μερικά οξυδερκή σχόλια, έχοντας περάσει αρκετή ώρα σιωπηλή, χωρίς να τρώει, χωρίς να δείχνει ότι άκουγε. Ήταν εύστροφη και ο Θομ εύκολα δεχόταν τις προτάσεις της, με τις οποίες συμφωνούσε, αν και απέρριπτε πεισματικά τις υπόλοιπες, όπως έκανε και μ' όλους τους άλλους. Ακόμα και ο Ντόμον, κάτι παράξενο, υποστήριξε την Εγκήνιν, όταν η Νυνάβε της ζήτησε να μη μιλάει. «Καλά τα λέει, κυρά αλ'Μεάρα. Μόνο οι ανόητοι αρνούνται να ακούσουν το σωστό, απ' όπου κι αν προέρχεται».
Δυστυχώς, μπορεί να γνώριζαν πού βρίσκονταν η Λίαντριν με τις συντρόφισσές της, αλλά αυτό δεν τις βοηθούσε, αφού δεν ήξεραν αν η Αμάθιρα ήταν με το μέρος τους· επίσης, δεν ήξεραν τι ζητούσαν οι Μαύρες αδελφές. Στο τέλος, ύστερα από δύο ώρες συζήτηση, αυτό ήταν το συμπέρασμα στο οποίο κατέληξαν, όπως επίσης και σε μερικές προτάσεις για το πώς θα μπορούσαν να βρουν την αλήθεια για την Αμάθιρα. Όπως φαινόταν, αυτό θα το αναλάμβαναν οι άντρες με τον ιστό των επαφών τους, που τύλιγε το Τάντσικο.
Κανένας από αυτούς τους ανόητους δεν ήθελε να τις αφήσει μόνες με μια Σωντσάν ― μέχρι που η Νυνάβε θύμωσε τόσο, που τους τύλιξε σε ροές Αέρα ενώ χρονοτριβούσαν όρθιοι στην πόρτα. «Τι λέτε», είπε παγερά, περικυκλωμένη από τη λάμψη του σαϊντάρ, «δεν θα καταφέρει μια από μας να της κάνει το ίδιο, αν βγάλει κιχ;» Δεν τους απελευθέρωσε, παρά μόνο όταν συμφώνησαν με ένα νεύμα των κεφαλιών τους, το μόνο μέρος του σώματος που μπορούσαν να κουνήσουν.
«Επιβάλλεις αυστηρή πειθαρχία στο πλήρωμα σου», είπε η Εγκήνιν μόλις έκλεισε η πόρτα πίσω τους.
«Κλείσε το στόμα, Σωντσάν!» Η Νυνάβε σταύρωσε σφιχτά τα χέρια· όπως φαινόταν, είχε πάψει να τραβά τις κοτσίδες της όταν ήταν θυμωμένη. «Κάτσε κάτω και κλείσε-το-στόμα!»
Ήταν κουραστικό για την Ηλαίην να περιμένει, κοιτώντας τις ζωγραφιστές δαμασκηνιές και τα μπουμπούκια που έπεφταν στους δίχως παράθυρα τοίχους, βηματίζοντας ή βλέποντας τη Νυνάβε να βηματίζει, ενώ ο Θομ, ο Τζούιλιν και ο Ντόμον ήταν έξω και έκαναν κάτι. Αλλά ήταν ακόμα χειρότερο όταν οι άντρες έρχονταν ανά διαστήματα, πότε ο ένας και πότε ο άλλος, ανέφεραν ότι άλλη μια πιθανότητα είχε ακυρωθεί ή άλλος ένας δρόμος κατέληγε σε αδιέξοδο, άκουγαν τι είχαν μάθει οι άλλοι και ξανάφευγαν τρέχοντας.
Την πρώτη φορά που επέστρεψε ο Θομ —με άλλη μια μελανάδα, στο άλλο μάγουλο― η Ηλαίην δεν άντεξε και του μίλησε. «Δεν θα τα κατάφερνες καλύτερα εδώ, Θομ, που θα μπορείς να μαθαίνεις αυτά που αναφέρουν ο Τζούιλιν και ο αφέντης Ντόμον; Μπορείς να τα αξιολογήσεις καλύτερα από τη Νυνάβε κι εμένα».
Εκείνος κούνησε το αναμαλλιασμένο ξεροκέφαλό του, ενώ η Νυνάβε ξεφυσούσε αρκετά δυνατά ώστε να ακουστεί ως το διάδρομο. «Έχω ένα στοιχείο για ένα σπίτι στη Βεράνα, όπου υποτίθεται ότι η Αμάθιρα είχε πάει κρυφά μερικά βράδια, λίγο πριν γίνει Πανάρχισσα». Και χάθηκε πριν η Ηλαίην πει λέξη.
Την άλλη φορά που γύρισε —αναφέροντας ότι το σπίτι ήταν της παλιάς νταντάς της Αμάθιρα, ενώ φαινόταν καθαρά ότι κούτσαινε πιο έντονα― η Ηλαίην μίλησε μ' όση σιγουριά μπορούσε. «Θομ, θέλω να καθίσεις κάτω. Θα μείνεις εδώ. Δεν θέλω να τραυματιστείς».