«Να τραυματιστώ;» είπε αυτός. «Παιδί μου, ποτέ στη ζωή μου δεν ένιωσα καλύτερα. Πες στον Τζούιλιν και τον Μπέυλ ότι υποτίθεται πως υπάρχει μια γυναίκα ονόματι Τσερίντρα σ' αυτή την πόλη, η οποία ισχυρίζεται ότι ξέρει πολλά και διάφορα σκοτεινά μυστικά της Αμάθιρα». Και ξαναβγήκε χωλαίνοντας, με το μανδύα να στροβιλίζεται πίσω του. Ο μανδύας είχε άλλο ένα σχίσιμο. Ο ξεροκέφαλος γέρος.
Κάποια στιγμή, μια δυνατή οχλοβοή διαπέρασε τους χοντρούς τοίχους, κτηνώδεις φωνές και κραυγές από το δρόμο. Η Ρέντρα όρμησε στο δωμάτιο, πάνω που η Ηλαίην είχε αποφασίσει να βγει και να δει μόνη της τι συνέβαινε. «Ένα καβγάς εδώ έξω. Μην ασχολείστε. Οι άντρες του Μπέυλ Ντόμον το κανόνισαν, ναι. Δεν θέλω να ανησυχείτε».
«Επεισόδια, εδώ;» είπε κοφτά η Νυνάβε. Η γειτονιά του πανδοχείου ήταν από τις λίγες ήρεμες περιοχές της πόλης.
«Μην ανησυχείτε», είπε η Ρέντρα, προσπαθώντας να τις ηρεμήσει. «Μπορεί να θέλουν φαγητό. Θα τους πω πού είναι το συσσίτιο του Μπέυλ Ντόμον και θα φύγουν».
Ύστερα από λίγο η φασαρία καταλάγιασε και η Ρέντρα έστειλε λίγο κρασί. Όταν ο σερβιτόρος έφυγε με μια μουτρωμένη έκφραση, μόνο τότε συνειδητοποίησε η Ηλαίην ότι ήταν το παλικάρι με τα πανέμορφα καστανά μάτια. Ο νεαρός είχε αρχίσει να αντιδρά στις παγερές ματιές της σαν να ήταν χαμόγελα. Μήπως ο ανόητος νόμιζε ότι η Ηλαίην είχε χρόνο να τον προσέξει;
Περίμενε και έκοβε βόλτες, έκοβε βόλτες και περίμενε. Η Τσερίντρα αποδείχτηκε μια ράφτρα, που την είχαν διώξει επειδή έκλεβε· αντί να είναι ευγνώμων που δεν την είχαν ρίξει στη φυλακή, τώρα διέδιδε ό,τι κατηγορίες της έλεγαν για την Αμάθιρα. Κάποιος, που ισχυριζόταν ότι είχε αποδείξεις πως η Αμάθιρα ήταν μια Άες Σεντάι του Μαύρου Άτζα, ισχυριζόταν επίσης ότι τα ίδια τεκμήρια αποδείκνυαν ότι ο Βασιλιάς Άντρικ ήταν ο Αναγεννημένος Δράκοντας. Η ομάδα των γυναικών που η Αμάθιρα συναντούσε μυστικά ήταν φίλες της, τις οποίες αντιπαθούσε ο Άντρικ, ενώ η αναπάντεχη ανακάλυψη ότι χρηματοδοτούσε αρκετά σκάφη λαθρεμπόρων δεν έβγαλε πουθενά. Σχεδόν όλοι οι ευγενείς, εκτός από τον ίδιο τον Άντρικ, είχαν ανάμιξη στο λαθρεμπόριο. Όλα τα στοιχεία αποδείχτηκαν εξίσου αδιέξοδα. Το χειρότερο που μπόρεσε να ανακαλύψει ο Θομ ήταν ότι η Αμάθιρα είχε πείσει δύο νεαρούς άρχοντες ότι καθένας ήταν ο αληθινός έρωτας της ζωής της και ότι ο Άντρικ ήταν απλώς ένα μέσο για να πετύχει το σκοπό της. Από την άλλη μεριά, είχε δεχτεί διάφορους άρχοντες στο Παλάτι της Πανάρχισσας, τόσο μόνη όσο και μαζί με κάποιες γυναίκες, οι οποίες αναγνωρίζονταν ως η Λίαντριν και άλλες στη λίστα· όπως αναφερόταν, ζητούσε και δεχόταν τις συμβουλές τους για τις αποφάσεις της. Σύμμαχοι ή αιχμάλωτες;»
Όταν ξανάρθε ο Τζούιλιν, τρεις ολόκληρες ώρες μετά τη δύση του ήλιου, στριφογυρνώντας στο χέρι ένα χοντρό σαν τον αντίχειρά του ραβδί με ανώμαλη επιφάνεια και μουρμουρίζοντας κάτι για έναν τύπο με ξεπλυμένα μαλλιά που είχε προσπαθήσει να τον ληστέψει, ο Θομ και ο Ντόμον είχαν ήδη σωριαστεί δυστυχείς στις καρέκλες γύρω από τραπέζι, μαζί με την Εγκήνιν.
«Εδώ θα ξαναγίνει το Φάλμε», μούγκρισε ο Ντόμον χωρίς να μιλά σε κάποιον συγκεκριμένα. Είχε μπροστά του το γερό ρόπαλο που είχε βρει από κάπου και τώρα φορούσε στη ζώνη ένα κοντό σπαθί. «Άες Σεντάι. Το Μαύρο Άτζα. Η Πανάρχισσα, μπλεγμένη κι αυτή. Αν δεν βρούμε αύριο κάτι, σκέφτομαι να φύγω από το Τάντσικο. Μεθαύριο στα σίγουρα, ακόμα κι αν μου ζητήσει να μείνω η ίδια μου η αδελφή!»
«Αύριο», είπε κουρασμένα ο Θομ, με τους αγκώνες στο τραπέζι και τις γροθιές στο σαγόνι. «Είμαι τόσο κουρασμένος, που δεν μπορώ πια να σκεφτώ καθαρά. Κατέληξα να ακούω έναν που δούλευε στο πλυσταριό του Παλατιού της Πανάρχισσας, ο οποίος ισχυρίζεται ότι άκουσε την Αμάθιρα να τραγουδά άσεμνα τραγούδια, από εκείνα που ακούς στις πιο κακόφημες ταβέρνες του λιμανιού. Κάθισα και τον άκουγα».
«Εγώ, πάντως», είπε ο Τζούιλιν γυρίζοντας μια καρέκλα για να καθίσει με τη ράχη της μπροστά του, «λέω να βγω να ψάξω απόψε. Βρήκα έναν επιδιορθωτή στεγών, που λέει ότι η γυναίκα με την οποία κάνει παρέα δούλευε με μια άλλη ράφτρα της Αμάθιρα. Απ' ό,τι μου είπε, η Αμάθιρα έδιωξε όλες τις ράφτρες της, χωρίς προειδοποίηση, τη μέρα που ενθρονίστηκε Πανάρχισσα. Θα με πάει να της μιλήσω, όταν τελειώσει μια δουλειά που έχει στο σπίτι ενός εμπόρου».
Η Νυνάβε πήγε στην κεφαλή του τραπεζιού με τις γροθιές στους γοφούς. «Δεν πας πουθενά απόψε, Τζούιλιν. Οι τρεις σας θα μείνετε εδώ και θα φυλάτε εναλλάξ την πόρτα μας». Οι άντρες ύψωσαν φωνές διαμαρτυρίας, φυσικά, όλοι μαζί.