Выбрать главу

«Έχω να ασχοληθώ και με το δικό μου εμπόριο, και αφού έφαγα τη μέρα μου να κάνω ερωτήσεις για σας...»

«Κυρά αλ'Μεάρα, αυτή η γυναίκα είναι το πρώτο άτομο που βρήκα που έχει δει την Αμάθιρα από τότε που έγινε Πανάρχισσα...»

«Νυνάβε, αύριο δεν θα μπορώ ούτε να ακούσω τις φήμες, πόσο μάλλον να βρω από πού έρχονται, αν περάσω τη νύχτα κάνοντας τον...»

Τους άφησε να τα πουν και να ησυχάσουν. Όταν σιγά-σιγά σταμάτησαν να μιλάνε, νομίζοντας ότι την είχαν πείσει, τους μίλησε αποφασιστικά. «Αφού δεν έχουμε πουθενά αλλού να βάλουμε τη Σωντσάν, θα πρέπει να κοιμηθεί μαζί μας. Ηλαίην, ζητάς από τη Ρέντρα να μας φέρει ένα στρώμα; Ας το βάλει στο πάτωμα, δεν πειράζει». Η Εγκήνιν την κοίταξε, αλλά δεν είπε τίποτα.

Οι άντρες ήταν σε δίλημμα· ή θα αρνούνταν και άρα θα πατούσαν το λόγο τους να κάνουν ό,τι τους έλεγε η Νυνάβε, ή θα συνέχιζαν να διαφωνούν και θα κλαψούριζαν. Την αγριοκοίταξαν και έμειναν να βράζουν μέσα τους — και συγκατένευσαν.

Η Ρέντρα προφανώς ξαφνιάστηκε που ζήτησαν μόνο ένα στρώμα, αλλά δέχτηκε την εξήγηση ότι η Εγκήνιν φοβόταν να βγει στους δρόμους και να ριψοκινδυνεύσει βραδιάτικα. Πειράχτηκε βλέποντας τον Θομ να κάθεται στο διάδρομο πλάι στην πόρτα τους. «Δεν μπήκαν εκείνοι οι άνθρωποι, αν και προσπάθησαν. Σας είπα ότι θα έφευγαν ακούγοντας για το συσσίτιο, ναι; Οι φιλοξενούμενοι της Αυλής των Τριών Δαμάσκηνων δεν χρειάζονται σωματοφύλακες στα δωμάτιά τους».

«Είμαι βέβαιη γι' αυτό», της είπε η Ηλαίην, προσπαθώντας ευγενικά να τη σπρώξει με την πόρτα για να βγει έξω. «Μόνο που ο Θομ και οι άλλοι ανησυχούν πολύ. Τους ξέρεις δα τους άντρες». Ο Θομ της έριξε ένα δηλητηριώδες βλέμμα κάτω από τα φουντωτά, λευκά φρύδια του, όμως η Ρέντρα ρούφηξε τη μύτη της, είπε ότι ναι, τους ήξερε και άφησε την Ηλαίην να κλείσει την πόρτα.

Η Νυνάβε αμέσως γύρισε προς την Εγκήνιν, που άπλωνε το στρώμα της στην άλλη πλευρά του κρεβατιού. «Βγάλε τα ρούχα σου, Σωντσάν. Θέλω να είμαι σίγουρη ότι δεν έχεις κρυμμένο άλλο μαχαίρι».

Η Εγκήνιν σηκώθηκε γαλήνια και ξεντύθηκε, μένοντας με το λινό μεσοφόρι της. Η Νυνάβε έψαξε εξονυχιστικά το φόρεμά της και μετά επέμεινε να ψάξει και την Εγκήνιν, πράγμα που έγινε χωρίς ιδιαίτερα απαλές κινήσεις. Δεν βρήκε τίποτα, αλλά αυτό δεν φάνηκε να την ησυχάζει.

«Τα χέρια στην πλάτη, Σωντσάν. Ηλαίην, δέσμευσέ την».

«Νυνάβε, δεν νομίζω ότι μπορεί να —»

«Δέσμευσε τη με τη Δύναμη, Ηλαίην», είπε τραχιά η Νυνάβε, «αλλιώς θα κόψω λουρίδες το φόρεμά της και θα τη δέσω χειροπόδαρα. Θυμάσαι τι έκανε σ' εκείνους στο δρόμο. Μάλλον δικοί της μπράβοι ήταν. Μπορεί να μας σκοτώσει στον ύπνο μας με γυμνά χέρια».

«Έλα τώρα, Νυνάβε, με τον Θομ απ' έξω —»

«Είναι Σωντσάν! Σωντσάν, Ηλαίην!» Έκανε σαν να μισούσε τη μελαχρινή γυναίκα επειδή την είχε αδικήσει προσωπικά κι αυτό ήταν παράξενο. Η Εγκουέν είχε πέσει στα χέρια τους, όχι η Νυνάβε. Έτσι που έσφιγγε το στόμα, φαινόταν αποφασισμένη να κάνει αυτό που ήθελε, είτε με τη Δύναμη, είτε με σκοινιά αν έβρισκε.

Η Εγκήνιν είχε ήδη ενώσει τους καρπούς πίσω από πλάτη της, υπάκουη αν και όχι ταπεινή. Η Ηλαίην ύφανε μια ροή Αέρα γύρω τους και τη στερέωσε· τουλάχιστον έτσι θα ήταν πιο άνετα από το να έχει λωρίδες από το φόρεμά της. Η Εγκήνιν τέντωσε λιγάκι τα χέρια, δοκιμάζοντας τα δεσμά που δεν μπορούσε να δει, και ανατρίχιασε. Θα ήταν σαν να προσπαθούσε να σπάσει μια ατσάλινη αλυσίδα. Σήκωσε τους ώμους, ξάπλωσε αδέξια στο στρώμα και τους γύρισε την πλάτη.

Η Νυνάβε άρχισε να βγάζει το φόρεμά της. «Δώσε μου το δαχτυλίδι, Ηλαίην».

«Είσαι σίγουρη, Νυνάβε;» Κοίταξε την Εγκήνιν με νόημα. Η άλλη γυναίκα δεν φαινόταν να προσέχει.

«Δεν θα τρέξει να μας προδώσει απόψε». Η Νυνάβε κοντοστάθηκε για να βγάλει το φόρεμα πάνω από το κεφάλι της και μετά κάθισε στην άκρη του κρεβατιού, φορώντας το λεπτό, μεταξωτό, Ταραμπονέζικο μεσοφόρι της, για να κατεβάσει τις κάλτσες της. «Απόψε είναι η νύχτα που συμφωνήσαμε. Η Εγκουέν θα περιμένει μια από μας και είναι η σειρά μου. Θα ανησυχήσει αν δεν εμφανιστεί καμία μας».

Η Ηλαίην ψάρεψε το δερμάτινο κορδόνι από το στήθος της και το έβγαλε από το λαιμό του φορέματός της. Το πέτρινο δαχτυλίδι, όλο ψήγματα και ραβδώσεις σε γαλάζια, καφετιά και κόκκινα χρώματα, ήταν γερμένο στο χρυσό ερπετό που έτρωγε την ουρά του. Έλυσε το κορδόνι για να δώσει το τερ'ανγκριάλ στη Νυνάβε και αμέσως το ξανάδεσε και το ξαναφόρεσε. Η Νυνάβε πέρασε στο κορδόνι το πέτρινο τερ'ανγκριάλ μαζί με το δικό της δαχτυλίδι του Μεγάλου Ερπετού και το βαρύ, χρυσό δαχτυλίδι του Λαν και τα κρέμασε ανάμεσα στα στήθη της.

«Δώσε μου μια ώρα αφού βεβαιωθείς ότι κοιμάμαι», είπε και ξάπλωσε πάνω στο γαλάζιο κάλυμμα του κρεβατιού. «Δεν φαντάζομαι να χρειαστεί περισσότερο. Και το νου σου σ' αυτήν».