Выбрать главу

«Τι θα κάνει δεμένη, Νυνάβε;» Η Ηλαίην δίστασε. «Δεν νομίζω ότι θα μας έκανε κακό αν ήταν λυμένη», πρόσθεσε.

«Μην τολμήσεις!» η Νυνάβε σήκωσε το κεφάλι, αγριοκοίταξε την πλάτη της Εγκήνιν και μετά ξάπλωσε πάλι στα μαξιλάρια. «Μια ώρα, Ηλαίην». Έκλεισε τα μάτια και κουνήθηκε για να βολευτεί. «Φτάνει και με το παραπάνω».

Η Ηλαίην έκρυψε το χασμουρητό με το χέρι της και έφερε το κοντό σκαμνάκι κοντά στο κρεβάτι, απ' όπου θα μπορούσε να παρακολουθεί τη Νυνάβε ― και την Εγκήνιν, επίσης, αν και αυτό φαινόταν αχρείαστο. Η άλλη γυναίκα ήταν ξαπλωμένη στο στρώμα της με τα γόνατα μαζεμένα κοντά στο στήθος και τα χέρια δεμένα γερά. Ήταν μια παράξενη, κουραστική μέρα, αν και δεν είχαν βγει από το πανδοχείο. Η Νυνάβε ήδη γλυκομουρμούριζε στον ύπνο της, με τους αγκώνες απλωμένους.

Η Εγκήνιν σήκωσε το κεφάλι και κοίταξε πάνω από τον ώμο της. «Νομίζω ότι με μισεί».

«Κοιμήσου». Η Ηλαίην έπνιξε άλλο ένα χασμουρητό.

«Εσύ δεν με μισείς».

«Μην έχεις τόση σιγουριά», της είπε με σταθερή φωνή. «Πολύ ήρεμα το πήρες. Πώς μπορείς να είσαι τόσο ήρεμη;»

«Ήρεμη;» Τα χέρια της κουνήθηκαν άθελά της και έστριψαν μέσα στα δεσμά του Αέρα. «Είμαι τόσο τρομαγμένη που μου έρχεται να κλάψω». Δεν το έδειχνε. Αλλά τούτο έμοιαζε να είναι η καθαρή αλήθεια.

«Δεν θα σε πειράξουμε, Εγκήνιν». Αυτό θα το φρόντιζε η Ηλαίην, ό,τι κι αν ήθελε η Νυνάβε. «Κοιμήσου». Ύστερα από μια στιγμή το κεφάλι της Εγκήνιν χαμήλωσε.

Μια ώρα. Δεν έπρεπε να ανησυχήσουν άσκοπα την Εγκουέν, αλλά θα ήθελε να αφιέρωναν αυτή την ώρα στο πρόβλημά τους, αντί να περιπλανιούνται άδικα στον Τελ'αράν'ριοντ. Αν δεν μπορούσαν να ανακαλύψουν αν η Αμάθιρα ήταν σύμμαχος ή αιχμάλωτη... Παράτα το· δεν θα το λύσεις εδώ. Όταν το μάθαιναν, πώς θα έμπαιναν στο παλάτι με τόσους στρατιώτες εκεί γύρω, με την Πολιτοφυλακή και βέβαια με τη Λίαντριν και τις άλλες;

Η Νυνάβε είχε αρχίσει να ροχαλίζει μαλακά, μια συνήθεια που, όταν την ανέφερες, την αρνιόταν ακόμα πιο παθιασμένα από τις αγκωνιές που έριχνε στον ύπνο της. Η ανάσα της Εγκήνιν είχε γίνει αργή και μακρόσυρτη, δείγμα ότι κοιμόταν βαθιά. Η Ηλαίην χασμουρήθηκε στη ράχη του χεριού της, άλλαξε θέση στο σκληρό, ξύλινο σκαμνάκι και άρχισε να σχεδιάζει πώς θα τρύπωναν στο Παλάτι της Πανάρχισσας.

52

Ανάγκη

Για μια στιγμή, η Νυνάβε στάθηκε στην Καρδιά της Πέτρας χωρίς να τη βλέπει, χωρίς να σκέφτεται καθόλου τον Τελ'αράν'ριοντ. Η Εγκήνιν ήταν Σωντσάν. Ήταν από εκείνους τους αχρείους, που είχαν βάλει περιλαίμιο στην Εγκουέν και είχαν προσπαθήσει να βάλουν και στην ίδια. Ένιωθε τα πόδια της να τρέμουν. Η Εγκήνιν ήταν Σωντσάν και είχε κερδίσει ύπουλα τη συμπάθεια της Νυνάβε. Οι αληθινές φίλες ήταν πολύ σπάνιες από τότε που είχαν φύγει από το Πεδίο του Έμοντ. Το να βρεις μια και μετά να τη χάσεις έτσι...

«Πιο πολύ τη μισώ γι' αυτό», μούγκρισε και σταύρωσε τα χέρια σφιχτά. «Με έκανε να τη συμπαθήσω και δεν μπορώ να το αλλάξω τώρα, αλλά τη μισώ γι' αυτό!» Λέγοντάς το φωναχτά, δεν έβγαινε καθόλου νόημα. «Δεν χρειάζεται να έχει νόημα». Γέλασε χαμηλόφωνα, κουνώντας πικρά το κεφάλι. «Και υποτίθεται ότι είμαι Άες Σεντάι». Αλλά δεν έπρεπε να στέκεται εκεί ζαλισμένη σαν χαζοκόριτσο.

Το Καλαντόρ λαμπύριζε ― το κρυστάλλινο σπαθί, που υψωνόταν από τις πλάκες του δαπέδου, κάτω από το μεγάλο θόλο. Οι ογκώδεις κολώνες από κοκκινόπετρα απλώνονταν ολόγυρα σχηματίζοντας σειρές όλο σκιές σε εκείνο το αλλόκοτο, θαμπό φως που ερχόταν από παντού. Δεν δυσκολεύτηκε να θυμηθεί την αίσθηση ότι την παρακολουθούσαν, να τη φανταστεί ξανά. Αν ήταν φαντασία πριν. Αν ήταν φαντασία τώρα. Τα πάντα μπορεί να κρύβονταν εδώ. Ένα καλό, γερό ραβδί εμφανίστηκε στα χέρια της καθώς κοίταζε ανάμεσα στις κολώνες. Πού ήταν η Εγκουέν; Σίγουρα θα την έκανε να περιμένει, τέτοια που ήταν. Αυτό το ημίφως. Πού ήξερε αν δεν υπήρχε κάτι που ετοιμαζόταν να της χιμήξει από...

«Τι παράξενο φόρεμα, Νυνάβε».

Μόλις που κατάφερε να πνίξει μια κραυγή και γύρισε με μια βαριά κίνηση, κουδουνίζοντας, με την καρδιά να βροντοχτυπά. Η Εγκουέν στεκόταν στην άλλη μεριά του Καλαντόρ. Μαζί της ήταν δύο γυναίκες με φαρδιές φούστες και σκούρες εσάρπες πάνω από λευκές μπλούζες, οι οποίες είχαν μαντίλια στα χιονόλευκα μαλλιά, που χύνονταν ως τη μέση τους. Η Νυνάβε ξεροκατάπιε —ευχήθηκε να μην το πρόσεξαν― και προσπάθησε να ηρεμήσει την αναπνοή της. Μα να τη ζυγώνουν έτσι!

Τη μια Αελίτισσα την ήξερε από την περιγραφή της Εγκουέν· το πρόσωπο της Αμυς ήταν πολύ νεανικό για τέτοια μαλλιά, που όμως, απ' ό,τι φαινόταν, ήταν σχεδόν αργυρά από μικρό παιδί. Η άλλη, λεπτή και κοκαλιάρα, είχε αχνογάλανα μάτια και τραχύ, ηλιοψημένο, ρυτιδιασμένο πρόσωπο. Αυτή πρέπει να ήταν η Μπάιρ ― η πιο σκληρή από τις δύο, κατά τη γνώμη της Νυνάβε τώρα που τις έβλεπε, όχι ότι η Άμυς ήταν καμιά... Παράξενο φόρεμα; Κουδούνιζα;