Κοίταξε τον εαυτό της και άφησε μια κοφτή κραυγή. Το φόρεμά της έμοιαζε αόριστα με ενδυμασία των Δύο Ποταμών ― αν μπορούσε κάποιος να ισχυριστεί ότι οι γυναίκες των Δύο Ποταμών είχαν φορέματα από ατσάλινη, πλεχτή πανοπλία με ελάσματα σαν εκείνα που είχε δει στο Σίναρ. Πώς μπορούσαν οι άντρες να τρέχουν και να πηδάνε στη σέλα φορώντας τα; Αυτή η ενδυμασία την πίεζε στους ώμους, σαν να ζύγιζε πενήντα κιλά. Το ραβδί τώρα ήταν από μέταλλο, μυτερό στην άκρη με κάτι σαν αστραφτερό, ατσάλινο αγκάθι. Χωρίς να αγγίξει το κεφάλι της, ήξερε ότι φορούσε κάτι σαν κράνος. Έγινε κατακόκκινη και συγκέντρωσε την προσοχή της, τα άλλαξε όλα και έγιναν καλά, μάλλινα ρούχα των Δύο Ποταμών και ραβδί πεζοπορίας. Ήταν ωραίο που είχε ξανά τα μαλλιά της πλεγμένα σε μια πλεξούδα που κρεμόταν στον ώμο της.
«Οι ανεξέλεγκτες σκέψεις είναι ενοχλητικές όταν βαδίζεις στο όνειρο», είπε η Μπάιρ με μια ψιλή φωνή που έδειχνε δύναμη. «Πρέπει να μάθει να τις ελέγχεις, αν θέλεις να συνεχίσεις».
«Μια χαρά ελέγχω τις σκέψεις μου, ευχαριστώ πολύ», είπε κοφτά η Νυνάβε. «Το —» Δεν ήταν μόνο η φωνή της Μπάιρ ψιλή. Οι δύο Σοφές έμοιαζαν... ομιχλώδεις και η Εγκουέν, που φορούσε μια φορεσιά ιππασίας στο χρώμα του ουρανού, ήταν σχεδόν διαφανής. «Τι πάθατε; Γιατί είστε έτσι;»
«Προσπάθησε κι εσύ να μπεις στον Τελ'αράν'ριοντ όταν είσαι μισοκοιμισμένη στη σέλα σου», είπε στεγνά η Εγκουέν. Έμοιαζε να τρεμοφέγγει. «Είναι πρωί στην Τρίπτυχη Γη και ταξιδεύουμε. Χρειάστηκε να πείσω την Άμυς για να έρθω, επειδή φοβόμουν ότι θα ανησυχείς».
«Και χωρίς τα άλογα είναι αρκετά δύσκολο», είπε η Άμυς, «να κοιμάσαι ανάλαφρα, ενώ θέλεις να είσαι ξύπνια. Η Εγκουέν ακόμα δεν το έμαθε».
«Θα το μάθω», είπε η Εγκουέν με έναν ενοχλημένο, αποφασισμένο τόνο. Πάντα ήταν βιαστική και πεισματάρα όταν ήθελε να μάθει κάτι· αν αυτές οι Σοφές δεν της τραβούσαν το αφτί, ποιος ξέρει πού θα έμπλεκε.
Η Νυνάβε σταμάτησε να ανησυχεί για την Εγκουέν και τα μπλεξίματά της, όταν η νεότερη γυναίκα άρχισε να της λέει για τους Τρόλοκ και τα Ντραγκχάρ που είχαν επιτεθεί στο Φρούριο της Κρυόπετρας· για τη Σεάνα, μια Σοφή ονειροβάτισσα, μεταξύ των νεκρών· για τον Ραντ, που ξεσήκωνε το Τάαρνταντ Άελ να πάει γρήγορα σε αυτό το μέρος, το Άλκαιρ Νταλ, παραβιάζοντας, απ' ό,τι φαινόταν, κάθε έθιμο και στέλνοντας αγγελιοφόρους να φέρουν κι άλλες φυλές. Το αγόρι δεν εκμυστηρευόταν τις προθέσεις του σε κανέναν, οι Αελίτες ήταν νευρικοί και η Μουαραίν μασούσε τα νύχια της. Η σύγχυση της Μουαραίν θα της έφερνε ανακούφιση —έλπιζε με κάποιον τρόπο να ξέφευγε από την επιρροή αυτής της γυναίκας― αν η Εγκουέν δεν έσμιγε τα φρύδια ανήσυχη.
«Δεν ξέρω αν είναι τρελός ή αν έχει σχέδιο», κατέληξε η Εγκουέν. «Και τα δύο θα τα άντεχα, αρκεί να ήξερα. Νυνάβε, παραδέχομαι ότι αυτό που μου φέρνει αγωνία τώρα δεν είναι η προφητεία ή η Τάρμον Γκάι'ντον. Μπορεί να είναι ανοησία, αλλά υποσχέθηκα στην Ηλαίην να τον προσέχω και δεν ξέρω πώς».
Η Νυνάβε έκανε το γύρο του κρυστάλλινου σπαθιού και έφερε το χέρι της γύρω από τους ώμους της Εγκουέν. Τουλάχιστον ήταν απτή, αν και έμοιαζε με είδωλο σε θολωμένο καθρέφτη. Η λογική του Ραντ. Δεν μπορούσε να κάνει τίποτα γι' αυτό, καμία παρηγοριά δεν είχε να προσφέρει. Η Εγκουέν ήταν εκεί κι αυτή θα τον φρόντιζε. «Το καλύτερο που μπορείς να κάνεις για την Ηλαίην είναι να του πεις να διαβάσει αυτά που του έγραψε. Μερικές φορές ανησυχεί γι' αυτό· δεν μιλάει, αλλά νομίζω ότι φοβάται πως είπε περισσότερα απ' όσα έπρεπε. Αν πιστεύει ότι είναι παθιασμένη γι' αυτόν, τότε είναι πιθανό να νιώσει κι αυτός το ίδιο, πράγμα που δεν θα της κάνει καθόλου κακό. Τουλάχιστον έχουμε μερικά καλά νέα από το Τάντσικο. Μερικά». Όταν της εξήγησε, όμως, δεν φαινόταν να δικαιολογείται η λέξη «καλά».
«Αρα ακόμα δεν ξέρετε τι ψάχνουν», είπε η Εγκουέν όταν τελείωσε η Νυνάβε, «αλλά και να ξέρατε, αυτές είναι εκεί ήδη και μπορεί να το βρουν πρώτες».
«Αν περνά από το χέρι μου, όχι». Η Νυνάβε στύλωσε το σίγουρο, ήρεμο βλέμμα της στις δύο Σοφές. Απ' όσα της είχε πει η Ηλαίην, η Αμυς ήταν απρόθυμη να της προσφέρει οτιδήποτε πέρα από προειδοποιήσεις, επομένως θα έπρεπε να δείξει σιγουριά. Οι δύο γυναίκες ήταν τόσο αμυδρές, που έλεγες ότι ένα φύσημα αρκούσε για να τις διαλύσει σαν ομίχλη. «Η Ηλαίην νομίζει ότι ξέρετε διάφορα κόλπα στα όνειρα. Υπάρχει τρόπος να μπω στα όνειρα της Αμάθιρα για να δω αν είναι Σκοτεινόφιλη;»
«Ανόητη μικρή». Τα μακριά μαλλιά της Μπάιρ τινάχτηκαν όταν κούνησε το κεφάλι της. «Άες Σεντάι βέβαια, αλλά δεν παύεις να είσαι μια ανόητη μικρή. Το να μπεις στα όνειρα κάποιας άλλης είναι επικίνδυνο, εκτός αν σε ξέρει και σε περιμένει. Είναι δικό της όνειρο, όχι όπως εδώ. Εκεί, αυτή η Αμάθιρα θα ελέγχει τα πάντα. Ακόμα κι εσένα».