Προσπάθησε να δείξεις προσοχή; Ανόητη μικρή. Πάντα έδειχνε προσοχή. Τι ήθελε να πει η Εγκουέν αντί για «τολμηρή»; Η Νυνάβε σταύρωσε σφιχτά τα χέρια, αντί να τραβήξει την πλεξούδα της. Ίσως να ήταν καλύτερα που δεν ήξερε.
Κατάλαβε ότι δεν είχε πει στην Εγκουέν για την Εγκήνιν. Μπορεί να ήταν καλύτερα έτσι, για να μην ξαναζωντανέψει τις αναμνήσεις που είχε η Εγκουέν από την αιχμαλωσία της. Η Νυνάβε θυμόταν πολύ καλά τους εφιάλτες της άλλης γυναίκας, οι οποίοι είχαν διαρκέσει βδομάδες μετά την απελευθέρωση της, όταν ξυπνούσε ουρλιάζοντας ότι δεν θα την αλυσόδεναν. Καλύτερα να το άφηνε να ξεχαστεί. Στο κάτω-κάτω, η Εγκουέν δεν ήταν ανάγκη να συναντήσει ποτέ τη Σωντσάν. Που να καεί αυτή η γυναίκα! Να καεί η Εγκήνιν, να γίνει στάχτη! Να καεί!
«Ας μη σπαταλάω έτσι ασύνετα το χρόνο μου», είπε δυνατά. Τα λόγια της αντήχησαν στις ψηλές κολώνες. Τώρα που οι άλλες γυναίκες είχαν φύγει, οι κολώνες έμοιαζαν πιο δυσοίωνες από πριν, μια κρυψώνα για αθέατους παρατηρητές και πράγματα που θα σου ορμούσαν. Ήταν ώρα να φεύγει.
Στην αρχή, όμως, άλλαξε τα μαλλιά της και τα έκανε μια φούντα από μακριές, στενές κοτσίδες, ενώ το φόρεμά της έγινε σκούρο πράσινο μετάξι, που κολλούσε πάνω της. Ένα διάφανο πέπλο της κάλυπτε το στόμα και τη μύτη, πεταρίζοντας ελαφρά όταν ανάσαινε. Με μια γκριμάτσα, πρόσθεσε χάντρες από πράσινο νεφρίτη στα κοτσιδάκια. Αν κάποια Μαύρη αδελφή χρησιμοποιούσε ένα κλεμμένο τερ'ανγκριάλ για να μπει στον Κόσμο των Ονείρων και την έβλεπε στο Παλάτι της Πανάρχισσας, θα την περνούσε για μια απλή Ταραμπονέζα, που είχε βρεθεί εκεί με ένα συνηθισμένο όνειρο. Κάποιες, όμως, την ήξεραν εξ όψεως. Σήκωσε μερικές κοτσίδες στολισμένες με χάντρες και χαμογέλασε. Είχαν μελί χρώμα. Δεν είχε καταλάβει ότι ήταν δυνατόν αυτό. Αναρωτιέμαι πώς είμαι. Θα με γνωρίσουν τώρα;
Ξαφνικά, ένας ψηλός καθρέφτης σε υποστήριγμα βρέθηκε πλάι στο Καλαντόρ. Στο γυαλί του είδε τα καστανά μάτια της να γουρλώνουν από την έκπληξη, το τριανταφυλλένιο στόμα της να χάσκει. Είχε το πρόσωπο της Ρέντρα! Τα χαρακτηριστικά της τρεμόπαιξαν, τα μάτια και τα μαλλιά της σκούρυναν και μετά ξάνοιξαν· πασχίζοντας, τα επανέφερε στην όψη της ιδιοκτήτριας του πανδοχείου. Τώρα καμία δεν θα τη γνώριζε. Ας έμενε η Εγκουέν με την ιδέα ότι δεν ήξερε να προσέχει.
Έκλεισε τα μάτια και συγκεντρώθηκε στο Τάντσικο, στο Παλάτι της Πανάρχισσας, στην ανάγκη. Κάτι επικίνδυνο για τον Ραντ, για τον Αναγεννημένο Δράκοντα, η ανάγκη... Γύρω της ο Τελ'αράν'ριοντ άλλαξε· η Νυνάβε το ένιωσε, ένα γλίστρημα, ένα τράνταγμα, και άνοιξε τα μάτια ανυπόμονα για να δει τι είχε βρει.
Ήταν μια κρεβατοκάμαρα, μεγάλη όσο θα ήταν μαζί έξι δωμάτια της Αυλής των Τριών Δαμάσκηνων, με ζωγραφισμένα περιζώματα στους λευκούς, γυψωμένους τοίχους και χρυσές λάμπες κρεμασμένες σε επίχρυσες αλυσίδες από το ταβάνι. Τα ψηλά κολωνάκια του κρεβατιού άπλωναν σκαλισμένα κλωνιά και φύλλα προς τον ουρανό τους, πάνω από τα στρώματα. Μια γυναίκα, πολύ πριν από τη μέση ηλικία, στεκόταν αλύγιστη με τη ράχη ακουμπισμένη στο κολωνάκι, στο κάτω μέρος του κρεβατιού· ήταν πράγματι πολύ ωραία, με το στόμα της σουφρωμένο, όπως είχε συνηθίσει να κάνει τον τελευταίο καιρό και η Νυνάβε. Φορούσε στο κεφάλι ένα στέμμα από χρυσά, τριμερή φύλλα ανάμεσα σε ρουμπίνια και μαργαριτάρια, με ένα σεληνόλιθο πιο μεγάλο από αυγό χήνας, ενώ στο λαιμό της κρεμόταν ένα φαρδύ επιτραχήλιο, που έπεφτε ως τα γόνατα, γεμάτο με κεντημένα δέντρα. Εκτός από το στέμμα και το επιτραχήλιο, φορούσε μόνο τον ιδρώτα της, που γυάλιζε.
Τα φοβισμένα μάτια της ήταν στυλωμένα στη γυναίκα που καθόταν αναπαυτικά σε ένα χαμηλό καναπέ. Αυτή είχε την πλάτη γυρισμένη στη Νυνάβε και ήταν θαμπή, όπως η Εγκουέν πριν. Ήταν κοντή και μικροκαμωμένη, με μαύρα μαλλιά που κυλούσαν λυτά στους ώμους και μια πλατιά φούστα από ανοιχτό κίτρινο μετάξι, που σίγουρα δεν ήταν Ταραμπονέζικη. Η Νυνάβε δεν χρειάστηκε να δει το πρόσωπό της για να καταλάβει ότι είχε μεγάλα, γαλανά μάτια και αλεπουδίσια κοψιά, ούτε χρειάστηκε να δει τα δεσμά από Αέρα που συγκρατούσαν τη γυναίκα στο κολωνάκι για να καταλάβει ότι έβλεπε την Τεμάιλε Κιντερόντε.
«...μαθαίνεις τόσα πολλά όταν χρησιμοποιείς τα όνειρά σου, αντί να σπαταλάς τον ύπνο», έλεγε η Τεμάιλε με Καιρχινή προφορά, γελώντας. «Δεν το απολαμβάνεις; Τι να σου μάθω τώρα; Α, ξέρω. “Χίλιους Ναύτες Αγάπησα”». Κούνησε το δάχτυλό της δασκαλίστικα. «Κοίτα να μάθεις σωστά όλα τα λόγια, Αμάθιρα. Ξέρεις ότι δεν θα ήθελα να... Πού χάσκεις;»
Ξαφνικά, η Νυνάβε συνειδητοποίησε ότι η γυναίκα στην κολώνα —η Αμάθιρα; Η Πανάρχισσα;― κοίταζε ίσια πάνω της. Η Τεμάιλε κουνήθηκε τεμπέλικα, σαν να ετοιμαζόταν να γυρίσει το κεφάλι.